Ο
πιτσιρικάς τρύπωσε στο καφενείο και χώθηκε δίπλα στον πατέρα του που
έπαιζε χαρτιά με τους φίλους του. Το μπόι, το κοντό παντελονάκι, και η
φούντα στο κεφάλι φώναζαν πως ήταν ξένος στον χώρο. Όμως τίποτε δεν
κερδίζεται χωρίς θυσίες. Εξ' άλλου πλησίαζε εθνική εορτή και τα μέτρα
αυστηρότητας ήταν χαλαρωμένα. Μια καλή δικαιολογία, "μ' έστειλε η μάνα",
πάντα έπιανε. Η μπόχα από τα ΕΘΝΟΣ σέρτικα τον έπνιγε. Όμως την άντεχε γιατί το κέρδος θα ήταν τεράστιο. Η πορτοκαλάδα.
Αχ
αυτή η πορτοκαλάδα. Στο ιδρωμένο μπουκάλι να δροσίζονται τα χέρια και
γουλιά- γουλιά ίσα που να ακουμπάει η γλώσσα την γλύκα της για να
κρατήσει αιώνες.
Οι
παραινέσεις του πατέρα, "άντε κοπάνα τη, και γραμμή για
το σπίτι", έπεφταν στο κενό. Αφού όσο υπήρχε η αμβροσία στο μπουκάλι ο πιτσιρικάς θα ήταν εκεί. Μπόχα, ξεμπόχα, βρισιές από το κακό φύλλο, φασαρία και σπρωξίματα, τίποτε δεν τάραζε αυτή την απόλαυση.
το σπίτι", έπεφταν στο κενό. Αφού όσο υπήρχε η αμβροσία στο μπουκάλι ο πιτσιρικάς θα ήταν εκεί. Μπόχα, ξεμπόχα, βρισιές από το κακό φύλλο, φασαρία και σπρωξίματα, τίποτε δεν τάραζε αυτή την απόλαυση.
Ξαφνικά
ανάμεσα σ' αυτή την ευτυχία και τη ακαθόριστη βουή, άκουσε δίπλα του
μια φωνή. Να ανοίξουν οι πύλες της κόλασης, να εξαϋλωθεί, να γίνει
μπρίκι του καφενείου, να χαθεί. Κόκκινος σαν παντζάρι στριμώχτηκε πιο
κοντά στον πατέρα νομίζοντας πως θα εξαφανιστεί. Η ευτυχία χάθηκε, οι
φωνές σιώπησαν, στο κεφάλι του, που ήταν διακοσμημένο με την περίτεχνη
φουντίτσα, μόνο μια φωνή έφτανε. Ήταν ΕΚΕΙΝΟΣ.
Έστησε αυτί.
"Αγαπητέ μου,
αυτά που γίνονται με τις εθνικές επετείους είναι γελοία πια. Με θλίβει
πιο πολύ το γεγονός πως τα σιγοντάρουν και οι κυβερνώντες. Τα παιδιά μας
το μόνο που καταλαβαίνουν είναι ότι
δεν θα έχουν σχολείο και μόνο γι' αυτό χαίρονται. Αν αυτά συμβαίνουν
σήμερα που δεν πέρασαν ούτε είκοσι χρόνια από την συμφορά, τι θα γίνει
σε τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνια;
Πού είναι το νόημα το οποίο πρέπει να μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά; Πώς θα κάνουμε τα παιδιά μας να καταλάβουν τις θυσίες όλων όσων θέλησαν λευτεριά και έδωσαν μέχρι και την ζωή τους γι' αυτό; Πώς
θα κάνουμε τα παιδιά μας να υπερασπίζονται την λευτεριά τους ως το
πολυτιμότερο αγαθό; Αυτή την κατάσταση τουλάχιστον εμείς πρέπει να την
διορθώσουμε".
Ο
σερβιτόρος έγινε ο πιο μισητός άνθρωπος, η φωνάρα του "ένα πολλά βαρύ
και όχι, δυο γλυκύ βραστούς, ούζο με στραγάλι ένααα", εμπόδιζε τον
πιτσιρικά να ακούσει. Έστησε ξανά αυτί.
"....είναι
αδύνατον να τιμάμε κατ΄αυτόν τον τρόπο τους νεκρούς μας, τους αγωνιστές
μας, τη λευτεριά μας, τα σύμβολά μας. Στο κάτω-κάτω τι νόημα έχουν
αυτές οι παράτες αν δεν αφήσουν το στίγμα τους στα παιδιά. Γιατί αν
γίνονται για μας, λίγο πολύ όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Αν πάλι έβαλαν
σκοπό από τώρα να σκοτώσουν την πραγματική μνήμη, μάλλον το
πετυχαίνουν, αλλά στο μέλλον θα την πληρώσουν κι αυτοί. Όλο αυτό γίνεται
προσωπική μας υπόθεση. Αν εμείς δεν αντιδράσουμε θα έχουμε χειρότερα".
Η
παρτίδα του πατέρα είχε τελειώσει, "άντε πάμε θα σε ψάχνει και η μάνα
σου" είπε. Ο πιτσιρικάς χωμένος κάτω από το σακάκι του πατέρα του βγήκε
από το καφενείο σηκωτός. Ούτε η πορτοκαλάδα που δεν πρόλαβε να πιει τον
ένοιαζε, ούτε ο καθαρός αέρας μπόρεσε να τον συνεφέρει. Σάλιωσε την
παλάμη του, έστρωσε την περίτεχνη φούντα στο κεφάλι και είπε στον πατέρα
"θα πάω από τον απάνω δρόμο". Έφυγε τρέχοντας και πήγε στο σπίτι του
Γιώργου.
Η κυρά Κούλα, αυτό το θεριό που η σφαλιάρα της ανάσταινε
και δεινόσαυρο, βρυχήθηκε. "Καλώς τον, καθίστε να φάτε κι αν σας πιάσω
να πίνετε τσιγάρες θα σας μακελέψω ζαλοταραμένα". Ήταν ώρα φαγητού, κι
αυτό ήταν ιερό για όποιον πέρναγε το κατώφλι των παλιών ανθρώπων. Τι
φαγητό και φοβέρες, τίποτε δεν μπορούσε να κάνει τον πιτσιρικά να
ηρεμήσει. Έκανε νόημα στον φίλο του.
"Μάνα,
θα διαβάσουμε λίγο και μετά θα φάμε" είπε ο Γιώργος. Η κυρά Κούλα
ψυλλιασμένη από τις χοντράδες και τις δικαιολογίες, επανέλαβε: "αν σας
πιάσω να πίνετε τσιγάρες θα σας κάνω μπλε μαρέν". Κλείστηκαν στο
επιπλέον δωμάτιο του σπιτιού που ήταν και σαλόνι.
"Το
και το, ρε", άρχισε να λέει όσα άκουσε στο καφενείο. Ο άλλος έμεινε με
το στόμα ανοιχτό. Μετά από ώρα συμφώνησαν πως είχε δίκιο ο άνθρωπος.
Έπρεπε να είναι ελεύθεροι οι μαθητές να κάνουν...όσες γιορτές θέλουν.
Την
άλλη μέρα πήγαν στο σχολείο συνωμοτικά, τοίχο-τοίχο πήγαιναν, γιατί
πίστευαν πως όλοι γνωρίζουν το ένοχο μυστικό τους. Δεν πήγαν στην
προσευχή, πήδηξαν τη μάντρα και χώθηκαν στην τάξη. Μπήκαν και τα άλλα
παιδιά. Η ώρα περνούσε. Μετά μπήκε στην τάξη ο διευθυντής του σχολείου
και ένας μαύρος κοντός που βρώμαγε όπως η μπόχα από τα ΕΘΝΟΣ σέρτικα.
"Ο κύριός σας πήρε μετάθεση, από σήμερα θα έχετε κύριο...τον κύριο τάδε".
Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβει ο πιτσιρικάς γιατί τότε ήθελαν να έχουν τα παιδιά "κύριο" και όχι δάσκαλο. Από τότε ορκίστηκε πως ο Δάσκαλός
του δεν θα έπαιρνε ποτέ μετάθεση από το κεφάλι του, και δεν πήρε, μέχρι
και σήμερα που δεν το λαμπρύνει πια η περίτεχνη φουντίτσα.-
στον Β.Ρ. (σύνολο πρώτης και δεύτερης εξορίας 8 χρόνια)
στον Τοίχο
στον Β.Ρ. (σύνολο πρώτης και δεύτερης εξορίας 8 χρόνια)
στον Τοίχο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου