Εσύ
τι είδους κοχύλια μαζεύεις; Γυαλιστερά, καθαρά, καλοσχηματισμένα; Ή
μαζεύεις και τα σπασμένα; Μου αρέσουν τα όμορφα κοχύλια, ακόμη και όταν
είναι σπασμένα. Μερικά ήταν πανέμορφα στην ατέλειά τους και δεν αντέχω
να μην τα μαζέψω.
Έτσι και στο δρόμο το μάτι μου θα πέσει πρώτα στους ατελείς.
Στα
γατάκια που ψάχνουν τα σκουπίδια, στα σκυλιά που με σκυμένο κεφάλι
γλύφουν τα πεζοδρόμια, στο γέρο που σέρνει τα πόδια, στον άστεγο με τα
σπαράγματα στο κορμί, στο παιδί που μαζεύεται γύρω από τη φούστα της
μάνας όταν περνάς δίπλα του. Κοιτάω
τον μετανάστη που με βρωμόνερο θα ξεπλύνει το παρμπρίζ και που θα μου
χαμογελάσει είτε του δώσω χρήματα είτε όχι, γιαυτόν και μόνο το ότι
βρίσκεται σε μια χώρα που αναπνέει ελεύθερα τον γεμίζει χαρά. Πολύ
σπάνια, και μόνο όταν ο καιρός καλοσυνεύει, θα δω και τον ανάπηρο να σέρνει καρτερικά την τροχήλατη καρέκλα του. Και αν έχει συνοδό, συνήθως τη μητέρα ή την αδελφή του, αυτή με χαμηλωμένο το κεφάλι θα τον σπρώχνει ή θα τον προσέχει. Στη χώρα που Καιάδα δεν μπορεί παρά να ντρέπεται.
σπάνια, και μόνο όταν ο καιρός καλοσυνεύει, θα δω και τον ανάπηρο να σέρνει καρτερικά την τροχήλατη καρέκλα του. Και αν έχει συνοδό, συνήθως τη μητέρα ή την αδελφή του, αυτή με χαμηλωμένο το κεφάλι θα τον σπρώχνει ή θα τον προσέχει. Στη χώρα που Καιάδα δεν μπορεί παρά να ντρέπεται.
Προσπερνάω
τον άστεγο στο παγκάκι, που μυρίζει απλυσιά, και με κοιτά με μάτια που
γυαλίζουν. Αποστρέφω το βλέμμα ή χαμηλώνω το κεφάλι και συνεχίζω το
δρόμο μου για το ραντεβού. Γυρίζω και βλέπω παιδιά που ουρλιάζουν και
χτυπιούνται όταν τα παίρνει η μητέρα τους από την παιδική χαρά, που δεν
αντέχουν το κλείσιμο στους τέσσερεις τοίχους. Στο παρκάκι, βλέπω το
γέρο που σφίγγει όσο πιο δυνατό μπορεί τη μαγκούρα του, αυτήν που τον
κρατά ολόρθο, που τον συνδέει με τη μάνα-γη, στην οποία πολύ σύντομα θα
κληθεί να αποτίσει φόρο τιμής. Γυρίζω και βλέπω το πατημένο γατί στη
μέση του δρόμου και τη μάνα του κάτω από το αυτοκίνητο να το κοιτά
παραξενεμένη.
Όλα αυτά πιάνει το μάτι μου σαν περπατώ, οδηγώ, κοιτάω από το παράθυρο· και μετά σταματώ να αφουγκραστώ. Και τότε ακούω τη φασαρία.
Από παιδιά που η μάνα τους τα τραβολογάει, βρίζοντας.
Από μωρά που ο πατέρας τους τα παρατάει μες στη βρώμα, πίνοντας μπύρες και καπνίζοντας.
Από τις πόρτες που βαράνε πίσω τους οι έφηβοι.
Από τις μουσικές που τριγυρίζουν μέσα σε μαύρα αυτοκίνητα, μισώντας την κοινωνία.
Από τα παιδιά που αλληλοβρίζονται πηγαίνοντας στο γήπεδο ή βολτάροντας τα Σαββατόβραδα.
Κι όταν σταματήσει αυτός ο ορυμαγδός, κλείνω την πόρτα πίσω μου και στηρίζομαι πάνω της· να
μην αφήσω να περάσει η μιζέρια από τη χαραμάδα της μήπως και μπει μέσα
στην βολή μου και την εφησυχασμένη μου καθημερινότητα. Κι ύστερα
καταφθάνουν τα μειλ· για
τα βασανισμένα σκυλιά-και λιγότερο για γατιά, αφού ο σκύλος είναι ο
καλύτερος φίλος του ανθρώπου... από ανθρώπους που έχουν χάσει τη δουλειά
τους, που δουλεύουν 3 μέρες τη βδομάδα, που υποχωρούν συνέχεια, μπας
και καταφέρουν να διασώσουν κάτι, μήπως και εξασφαλίσουν λίγο φαγητό και
κάμποση αξιοπρέπεια για την οικογένεια...από ανθρώπους που τα έχουν
χαμένα με όλα αυτά που τους βομβαρδίζουν οι τηλεοράσεις, που αναζητούν
στήριγμα ή πυξίδα, που θέλουν να ξεσηκωθούν αλλά βουλιάζουν, που
κουράζονται να φωνάζουν και λουφάζουν.
Οι
ανθρωπιστικές κρίσεις που μέχρι τώρα τις ζούσαμε αποστασιοποιημένα κι
από μακριά, έφτασαν πια στη γειτονιά μας, είναι παντού και τριγύρω μας.
Και είναι της εποχής μας να πληθαίνουν οι κραυγές απελπισίας, των
αδυνάτων και αδυνάμων. Και εσύ δεν ξέρεις ποιον να πρωτοστηρίξεις. Δεν
ξέρεις ποιος είναι ο πιο αδύναμος, ποιος έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη; Πόσα
να καταφέρεις, ποιον να πρωτοβοηθήσεις, πώς να αντιπαρέλθεις...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου