Ας υποθέσουμε ότι κάποιος έρχεται στη ζωή σε ηλικία εικοσιπέντε χρονών με πλήρως ανεπτυγμένο εγκέφαλο και με ικανότητα ομιλίας. Επειδή κάτι τέτοιο ακούγεται ως αδύνατο, ας υποθέσουμε ότι αυτό συμβαίνει σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, από αυτές στις οποίες βλέπουμε να ωριμάζουν τα ανθρώπινα σώματα μέσα σε τεράστιες γυάλες γεμάτες θρεπτικό υγρό.
Έρχεται λοιπόν η ώρα του τοκετού, δηλαδή η έξοδος του έτοιμου ανθρώπου από τη γυάλα, τον βγάζουν οι μαιευτήρες-βιολόγοι αποκεί και τον εναποθέτουν προσεχτικά σε ένα κρεβάτι. Ο έτοιμος άνθρωπος ανοίγει τα μάτια του και βλέπει αυτό που λέμε εμείς «κόσμος». Πρώτα-πρώτα βλέπει εκείνους που τον υποδέχονται στη ζωή και αναρωτιέται: «Τι όντα είναι αυτά;» Εκείνοι του φέρνουν ένα καθρέφτη και του δείχνουν τον εαυτό του.
-Είσαι σαν κι εμάς, του λένε, είσαι άνθρωπος.
-Τι είναι άνθρωπος; Ρωτά αυτός με εύλογη απορία.
Οι άλλοι στέκονται αμήχανοι, δεν ξέρουν πώς να του το εξηγήσουν ακριβώς.
-Άνθρωπος είναι το πλάσμα που έχει λογική, του λένε.
-Τι είναι λογική; Ξαναρωτά αυτός.
Νέα αμηχανία.
-Θα το μάθεις αυτό με το χρόνο, του λένε τελικά.
-Τι είναι χρόνος;
-Χρόνος είναι η εναλλαγή μέρας και νύχτας.
-Δηλαδή;
Τον σηκώνουν τότε αυτοί από το κρεβάτι και τον πάνε στο παράθυρο.
-Κοίταξε ψηλά. Βλέπεις αυτή τη φωτεινή σφαίρα στον ουρανό; Αυτή η σφαίρα κινείται και τη λέμε ήλιο. Όσο είναι στον ουρανό, έχουμε φως και αυτό το λέμε ημέρα. Όταν φτάσει στη δύση και χαθεί, τότε έχουμε νύχτα, γιατί χάνεται το φως.
-Και τι είναι φως;
-Αυτό είναι δύσκολο να σου το εξηγήσουμε. Θα το μάθεις αργότερα στο σχολείο, όπου θα μάθεις και πολλά άλλα πράγματα για τον κόσμο.
-Τι είναι κόσμος;
-Κόσμος είναι αυτό που βλέπεις τώρα έξω από το παράθυρο. Τα βουνά στο βάθος, τα δέντρα εδώ στην αυλή, τα σπίτια παραπέρα, οι άνθρωποι και τα ζώα φυσικά.
-Ζώα;
-Ναι, είναι πλάσματα κι αυτά αλλά χωρίς λογική, έτσι τα έπλασε ο Θεός.
-Τι είναι Θεός;
- Θεός είναι αυτός που δημιούργησε τον κόσμο.
-Και γιατί το έκανε αυτό;
-Δεν ξέρουμε ακριβώς. Ίσως το μάθουμε μετά θάνατον.
-Τι είναι θάνατος;
-Είναι το τέλος της ζωής.
-Τι είναι ζωή;
-Ούτε κι αυτό είναι εύκολο να σου το εξηγήσουμε. Εσύ λόγου χάριν ήρθες στη ζωή πριν λίγα λεπτά και τώρα είσαι ζωντανός.
-Και πού ήμουν πριν;
-Πουθενά, ήσουν στην ανυπαρξία.
-Τι είναι η ανυπαρξία;
-Είναι το αντίθετο της ύπαρξης.
-Και τι είναι η ύπαρξη;
-Κι αυτό είναι δύσκολο να στο εξηγήσουμε. Υπάρχω σημαίνει για μας τους ανθρώπους ότι συμμετέχω σ’ αυτό που λέγεται κόσμος με το δικό μου τρόπο, δηλαδή φτιάχνοντας πολιτισμό.
-Τι είναι πολιτισμός;
-Είναι η παραγωγή νέων πραγμάτων που δεν υπήρχαν πριν στον κόσμο. Όπως παραδείγματος χάριν οι ανθρώπινοι νόμοι.
-Τι είναι οι ανθρώπινοι νόμοι;
-Είναι κατασκευές που ορίζουν με ποιο τρόπο πρέπει να ζούμε. Κατασκευές της νόησης βέβαια.
-Τι είναι νόηση;
-Νόηση είναι ο τρόπος που καταλαβαίνουμε τον κόσμο. Όσο καλύτερα τον καταλαβαίνουμε, τόσο πιο σωστοί είναι οι νόμοι μας γιατί στηρίζονται στην ηθική.
-Τι είναι ηθική;
-Είναι η ικανότητα να διακρίνουμε το καλό και το κακό.
-Και τι είναι το καλό και το κακό;
-Χμ... δεν είναι εύκολο να σου δώσουμε ένα ορισμό. Αυτά τα πράγματα είναι κάπως σχετικά, όπως μας διδάσκει η Ιστορία.
-Τι είναι η Ιστορία;
-Είναι η καταγραφή των έργων των ανθρώπων. Είναι μια επιστήμη.
-Τι είναι επιστήμη;
-Είναι η γνώση για τον κόσμο που στηρίζεται στην έρευνα και τη λογική.
Οι ερωτήσεις μπορούν να συνεχιστούν επ’ άπειρον, αλλά δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ.
Λένε ότι για να γίνει κάποιος φιλόσοφος ή για να ασχοληθεί με φιλοσοφικά
θέματα, πρέπει να ξαναγίνει παιδί. Να πάψει δηλαδή να θεωρεί τον κόσμο
ως γνωστό και δεδομένο, να κοιτάξει γύρω του με απορία, σαν να τα
βλέπει όλα για πρώτη φορά και σαν παιδί να αρχίσει να ρωτά για τα πάντα.
Τα παιδιά ρωτούν πολλά πράγματα, γιατί έρχονται σε ένα κόσμο άγνωστο και θέλουν να τον γνωρίσουν. Όμως επειδή είναι παιδιά, αρκούνται στις απαντήσεις των μεγάλων που είναι στερεότυπες και απλές. Μεγαλώνοντας δεν έχουν πια απορίες. Έχουν προσαρμοστεί ενστικτωδώς στον κόσμο, τον έχουν αποδεχθεί, όπως είναι, και ζουν μέσα του με άνεση. Τον θεωρούν δεδομένο. Δεν τους παραξενεύει πια τίποτα. Η ύπαρξη, η ζωή, ο θάνατος, ο άνθρωπος, ο πολιτισμός του, η ηθική του, ο περιβάλλων κόσμος και οι φυσικοί νόμοι του, όλα αυτά είναι δεδομένα. «Αυτό έτσι είναι», σκέφτονται και δεν χάνουν την ώρα τους με άσκοπες απορίες, όπως γιατί αυτό που «έτσι είναι», είναι έτσι κι όχι αλλιώς.
«Έτσι είναι», πάει και τελείωσε: ζούμε και πεθαίνουμε εδώ που βρεθήκαμε. Πηγαίνουμε στο σχολείο και μαθαίνουμε γράμματα, σκεφτόμαστε διάφορα, επινοούμε διάφορα. Διδασκόμαστε από τους μεγαλύτερους ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό. Κάνουμε όνειρα, ερωτευόμαστε, γεννάμε παιδιά. Δεν αμφισβητούμε την ηθική μας, τη θρησκεία μας, τις αξίες μας, τις αρχές μας, τη γνώση μας. Όλα αυτά τα έχουμε πάρει από την προηγούμενη γενιά που την εμπιστευόμαστε, τα έχουμε κάνει δικά μας και τα περνάμε με τη σειρά μας στη γενιά που έρχεται. Ο κόσμος είναι αυτός που μάθαμε, «είναι έτσι», δεν έχουμε καμιά αμφιβολία γι αυτό.
Το τριαντάφυλλο επομένως δεν μας προκαλεί καμιά απορία. «Αυτό είναι ένα τριαντάφυλλο» μας είπε κάποτε η μητέρα μας κι εμείς δεχτήκαμε αυτή την πληροφορία με εμπιστοσύνη, γιατί μας την έδωσε ένας μεγάλος που τον θεωρούσαμε σοφό.
Όμως αυτός που θέλει να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία πρέπει να μοιάσει με εκείνο τον έτοιμο άνθρωπο που βγήκε από τη γυάλα. Να είναι μεν ώριμος στη σκέψη, αλλά να αδειάσει το μυαλό του από κάθε βεβαιότητα και από κάθε πεποίθηση. Πρέπει να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν, όπως έκανε ο Καρτέσιος που είπε το γνωστό: «Cogito, ergo sum» (σκέφτομαι, άρα υπάρχω). Με άλλα λόγια πρέπει να αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα όσα ξέρει, για όλες τις βεβαιότητες που ως τώρα τις θεωρούσε ακλόνητες ή ιερές, αλλά που τις απέκτησε, χωρίς να τις έχει προηγουμένως κρίνει και αξιολογήσει. Πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή που σημαίνει ότι θα αμφισβητήσει όχι μόνο τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκεται αλλά ακόμα και την ίδια την ατομική του ύπαρξη. «Είναι βέβαιο ότι υπάρχω;» Αναρωτήθηκε ο Καρτέσιος και στη συνέχεια: «Όμως αναρωτιέμαι, δηλαδή σκέφτομαι. Άρα είμαι κάτι που σκέφτεται (sum res cogitans), άρα υπάρχω».
Τα παιδιά ρωτούν πολλά πράγματα, γιατί έρχονται σε ένα κόσμο άγνωστο και θέλουν να τον γνωρίσουν. Όμως επειδή είναι παιδιά, αρκούνται στις απαντήσεις των μεγάλων που είναι στερεότυπες και απλές. Μεγαλώνοντας δεν έχουν πια απορίες. Έχουν προσαρμοστεί ενστικτωδώς στον κόσμο, τον έχουν αποδεχθεί, όπως είναι, και ζουν μέσα του με άνεση. Τον θεωρούν δεδομένο. Δεν τους παραξενεύει πια τίποτα. Η ύπαρξη, η ζωή, ο θάνατος, ο άνθρωπος, ο πολιτισμός του, η ηθική του, ο περιβάλλων κόσμος και οι φυσικοί νόμοι του, όλα αυτά είναι δεδομένα. «Αυτό έτσι είναι», σκέφτονται και δεν χάνουν την ώρα τους με άσκοπες απορίες, όπως γιατί αυτό που «έτσι είναι», είναι έτσι κι όχι αλλιώς.
«Έτσι είναι», πάει και τελείωσε: ζούμε και πεθαίνουμε εδώ που βρεθήκαμε. Πηγαίνουμε στο σχολείο και μαθαίνουμε γράμματα, σκεφτόμαστε διάφορα, επινοούμε διάφορα. Διδασκόμαστε από τους μεγαλύτερους ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό. Κάνουμε όνειρα, ερωτευόμαστε, γεννάμε παιδιά. Δεν αμφισβητούμε την ηθική μας, τη θρησκεία μας, τις αξίες μας, τις αρχές μας, τη γνώση μας. Όλα αυτά τα έχουμε πάρει από την προηγούμενη γενιά που την εμπιστευόμαστε, τα έχουμε κάνει δικά μας και τα περνάμε με τη σειρά μας στη γενιά που έρχεται. Ο κόσμος είναι αυτός που μάθαμε, «είναι έτσι», δεν έχουμε καμιά αμφιβολία γι αυτό.
Το τριαντάφυλλο επομένως δεν μας προκαλεί καμιά απορία. «Αυτό είναι ένα τριαντάφυλλο» μας είπε κάποτε η μητέρα μας κι εμείς δεχτήκαμε αυτή την πληροφορία με εμπιστοσύνη, γιατί μας την έδωσε ένας μεγάλος που τον θεωρούσαμε σοφό.
Όμως αυτός που θέλει να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία πρέπει να μοιάσει με εκείνο τον έτοιμο άνθρωπο που βγήκε από τη γυάλα. Να είναι μεν ώριμος στη σκέψη, αλλά να αδειάσει το μυαλό του από κάθε βεβαιότητα και από κάθε πεποίθηση. Πρέπει να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν, όπως έκανε ο Καρτέσιος που είπε το γνωστό: «Cogito, ergo sum» (σκέφτομαι, άρα υπάρχω). Με άλλα λόγια πρέπει να αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα όσα ξέρει, για όλες τις βεβαιότητες που ως τώρα τις θεωρούσε ακλόνητες ή ιερές, αλλά που τις απέκτησε, χωρίς να τις έχει προηγουμένως κρίνει και αξιολογήσει. Πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή που σημαίνει ότι θα αμφισβητήσει όχι μόνο τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκεται αλλά ακόμα και την ίδια την ατομική του ύπαρξη. «Είναι βέβαιο ότι υπάρχω;» Αναρωτήθηκε ο Καρτέσιος και στη συνέχεια: «Όμως αναρωτιέμαι, δηλαδή σκέφτομαι. Άρα είμαι κάτι που σκέφτεται (sum res cogitans), άρα υπάρχω».
Αυτό είναι το πρώτο βήμα, η αφετηρία μας για να προχωρήσουμε παρακάτω.
Θα μελετήσουμε τώρα με νέα ματιά αυτό που ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
Είναι αληθινό ή είναι μια ψευδαίσθηση; Κι αν είναι αληθινό, πόση από την
αλήθεια του μπορεί να χωρέσει στη σκέψη μας; Αυτό που προσλαμβάνουν οι
αισθήσεις μας είναι η αλήθεια ή μήπως αυτή κρύβεται πίσω από τα
φαινόμενα και πρέπει να ψάξουμε βαθύτερα για να την ανακαλύψουμε;
Τι δουλειά έχει άραγε ένα τριαντάφυλλο στον κόσμο μας;
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν για τη φιλοσοφία μια πολύ συγκεχυμένη εικόνα, τη θεωρούν συχνά περιττή, άλλοτε την ειρωνεύονται και άλλοτε εκδηλώνουν την αμηχανία τους, γιατί δυσκολεύονται να την καταλάβουν. Θα έλεγα ότι το λάθος δεν είναι ακριβώς δικό τους αλλά εκείνων που ασχολούνται με τη φιλοσοφία. Στην πλειοψηφία τους οι φιλοσοφούντες χρησιμοποιούν μια γλώσσα σκοτεινή και μια ορολογία εξειδικευμένη, με την οποία συνεννοούνται μεταξύ τους, αλλά αποθαρρύνει όλους τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι, αν έχουν σχετικές απορίες, θα πρέπει να αρκεστούν στη θρησκεία (δηλαδή στο δόγμα που έχει για όλα έτοιμες τις απαντήσεις) ή να καταφύγουν σε περίεργες ομάδες που ερμηνεύουν τον κόσμο αυθαίρετα και συχνά με ανόητο τρόπο.
Κι όμως, το να απορείς για τον κόσμο και να θέλεις να τον καταλάβεις είναι έμφυτη ορμή για μας τους ανθρώπους και είναι κρίμα που όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, οι άνθρωποι παγώνουν αυτή την ορμή από πολύ νωρίς, από την παιδική τους ηλικία, και ή δεν αναρωτιούνται καθόλου ή παίρνουν έτοιμες και απλοϊκές απαντήσεις και φτιάχνουν στο μυαλό τους ένα μοντέλο του κόσμου χονδροειδές και δυστυχώς πολύ ανθεκτικό.
Τι δουλειά έχει άραγε ένα τριαντάφυλλο στον κόσμο μας;
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν για τη φιλοσοφία μια πολύ συγκεχυμένη εικόνα, τη θεωρούν συχνά περιττή, άλλοτε την ειρωνεύονται και άλλοτε εκδηλώνουν την αμηχανία τους, γιατί δυσκολεύονται να την καταλάβουν. Θα έλεγα ότι το λάθος δεν είναι ακριβώς δικό τους αλλά εκείνων που ασχολούνται με τη φιλοσοφία. Στην πλειοψηφία τους οι φιλοσοφούντες χρησιμοποιούν μια γλώσσα σκοτεινή και μια ορολογία εξειδικευμένη, με την οποία συνεννοούνται μεταξύ τους, αλλά αποθαρρύνει όλους τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι, αν έχουν σχετικές απορίες, θα πρέπει να αρκεστούν στη θρησκεία (δηλαδή στο δόγμα που έχει για όλα έτοιμες τις απαντήσεις) ή να καταφύγουν σε περίεργες ομάδες που ερμηνεύουν τον κόσμο αυθαίρετα και συχνά με ανόητο τρόπο.
Κι όμως, το να απορείς για τον κόσμο και να θέλεις να τον καταλάβεις είναι έμφυτη ορμή για μας τους ανθρώπους και είναι κρίμα που όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, οι άνθρωποι παγώνουν αυτή την ορμή από πολύ νωρίς, από την παιδική τους ηλικία, και ή δεν αναρωτιούνται καθόλου ή παίρνουν έτοιμες και απλοϊκές απαντήσεις και φτιάχνουν στο μυαλό τους ένα μοντέλο του κόσμου χονδροειδές και δυστυχώς πολύ ανθεκτικό.
Αλλά ο κόσμος δεν είναι απλοϊκός ούτε χονδροειδής. Ο κόσμος είναι ένα
θαύμα , μια παράδοξη σύνθεση αιωρούμενη στο κενό, ένα μυστήριο, μια
παρουσία ανεξήγητη που αναδύθηκε από το πουθενά. Πρέπει να τον βλέπουμε
κάθε μέρα με έκπληξη, να τον πλησιάζουμε με δέος, να προσπαθούμε να τον
κατανοήσουμε, όσο μας είναι δυνατό.
Όχι, το τριαντάφυλλο δεν είναι κάτι αυτονόητο. Δεν γίνεται δικό μας, επειδή του δώσαμε ένα όνομα ή το κόψαμε και το βάλαμε στο ανθοδοχείο ή το φωτογραφίσαμε ή το ζωγραφίσαμε. Το τριαντάφυλλο θα υπάρχει πάντα έξω από τη νόηση, την κρίση και τη θέλησή μας. Γι αυτό πρέπει να το κοιτάζουμε και να απορούμε. Να το κρατάμε στο χέρι μας με δέος. Να χαϊδεύουμε τα βελούδινα πέταλά του και να αναρωτιόμαστε: Τι θαύμα είναι αυτό; Τι θαύμα μέσα στο θαύμα που λέγεται κόσμος;
Όχι, το τριαντάφυλλο δεν είναι κάτι αυτονόητο. Δεν γίνεται δικό μας, επειδή του δώσαμε ένα όνομα ή το κόψαμε και το βάλαμε στο ανθοδοχείο ή το φωτογραφίσαμε ή το ζωγραφίσαμε. Το τριαντάφυλλο θα υπάρχει πάντα έξω από τη νόηση, την κρίση και τη θέλησή μας. Γι αυτό πρέπει να το κοιτάζουμε και να απορούμε. Να το κρατάμε στο χέρι μας με δέος. Να χαϊδεύουμε τα βελούδινα πέταλά του και να αναρωτιόμαστε: Τι θαύμα είναι αυτό; Τι θαύμα μέσα στο θαύμα που λέγεται κόσμος;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου