Δείτε πρώτα αυτό το βίντεο.
Εδώ
βλέπουμε να παραβιάζονται οι νόμοι της άγριας φύσης. Τουλάχιστον έτσι
φαίνεται. Πώς είναι δηλαδή δυνατόν η γάτα, αυτό το αιλουροειδές που
είναι φτιαγμένο να κυνηγά και να σκοτώνει για την τροφή του, πώς γίνεται
να τεντώνεται μαχμουρλίδικα στο πάτωμα και να παρατηρεί ανέμελα το
θρασύ παπαγαλάκι που παίζει με τα νύχια της; Αυτό
που έπρεπε να κάνει, ήταν να το γραπώσει και να το καταβροχθίσει. Αλλά
όχι. Η γάτα το κοιτάζει νυσταγμένη και το θρασύτατο παπαγαλάκι χοροπηδά
νευρικά και
παιχνιδιάρικα γύρω της, δεν την αφήνει σε ησυχία. Κελαηδά σαν να της λέει « έλα να παίξουμε, βρε τεμπέλα!», αλλά αυτή χασμουριέται, ανοίγει διάπλατα το στόμα της και φαίνονται τα κοφτερά της δόντια. Καμιά ανησυχία. Το παπαγαλάκι
συνεχίζει τα πειράγματά του, αλλά τούτη η γάτα έχει πραγματικά μεγάλη υπομονή, δεν εκνευρίζεται με τίποτα. Ξαπλώνει ανάσκελα, ξανατεντώνεται και απλώνει τα μπροστινά της πόδια προς το μέρος του μικρού ενοχλητικού. Ο μικρός βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον στα γατίσια νύχια, τα τσιμπά και τα ελέγχει. Μετά πλησιάζει το κεφαλάκι του στο κεφάλι της γάτας και, ναι, έχει το θράσος να παίζει με το στόμα της.
παιχνιδιάρικα γύρω της, δεν την αφήνει σε ησυχία. Κελαηδά σαν να της λέει « έλα να παίξουμε, βρε τεμπέλα!», αλλά αυτή χασμουριέται, ανοίγει διάπλατα το στόμα της και φαίνονται τα κοφτερά της δόντια. Καμιά ανησυχία. Το παπαγαλάκι
συνεχίζει τα πειράγματά του, αλλά τούτη η γάτα έχει πραγματικά μεγάλη υπομονή, δεν εκνευρίζεται με τίποτα. Ξαπλώνει ανάσκελα, ξανατεντώνεται και απλώνει τα μπροστινά της πόδια προς το μέρος του μικρού ενοχλητικού. Ο μικρός βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον στα γατίσια νύχια, τα τσιμπά και τα ελέγχει. Μετά πλησιάζει το κεφαλάκι του στο κεφάλι της γάτας και, ναι, έχει το θράσος να παίζει με το στόμα της.
Η γατούλα ωστόσο, τίποτα, καμία σημασία. «Τι παλαβιάρικο πουλί», σκέφτεται ναρκωμένη από τη νύστα και με βαρύ στομάχι από το μεσημεριανό της γεύμα. «Θα σηκωθείς τέλος πάντων;» κελαηδά το παπαγαλάκι. Εκείνη
κλείνει τα μάτια έτοιμη για λίγο ακόμα ύπνο. «Α! Η ζωή είναι ωραία!»
σκέφτεται, καθώς ακούει το παπαγαλάκι που χοροπηδά γύρω της. «Έχω μια
κυρά που με λατρεύει και με ταΐζει λιχουδιές, ένα σπίτι ζεστό με πολλά
μαξιλάρια για να κοιμάμαι
αναπαυτικά κι ένα παλαβό πουλί που με θεωρεί τον καλύτερό του φίλο. Στ’
αλήθεια η ζωή είναι πολύ ωραία!» Και βυθίζεται πάλι σε γλυκό ύπνο, ενώ
το παπαγαλάκι απογοητευμένο από τόση αδιαφορία πάει να τσιμπολογήσει το αχλάδι του.
Γιατί
η γάτα δεν κατασπαράζει το παπαγαλάκι; Πολύ απλό: επειδή δεν πεινά.
Επειδή η κυνηγιάρικη φύση της βρίσκεται εν υπνώσει, εφόσον η κυρά της
την κρατά χορτάτη και επίσης, επειδή έμαθε να συμβιώνει με ένα πουλί.
Η πείνα λοιπόν είναι αυτή που ορίζει πώς παίζεται το παιχνίδι της ζωής. Η Φύση ξεχώρισε τα σαρκοφάγα από τα φυτοφάγα και έβαλε τα
μισά ζώα αντιμέτωπα με τα άλλα μισά. Τι θα κάνουν το λιοντάρι, η τίγρη,
ο κροκόδειλος, ο βόας, όταν πεινάσουν; Θα ψάξουν για τροφή, γιατί
πρέπει να ζήσουν, αυτή είναι η προσταγή της φύσης. Πρέπει να ζήσουν και
να πολλαπλασιαστούν. Θα ψάξουν
λοιπόν να βρουν τροφή και η τροφή τους είναι τα φυτοφάγα. Δεν μπορούν
να κάνουν αλλιώς, έτσι ορίστηκε από τη φύση. Θα κυνηγήσουν, θα σκοτώσουν
και θα καταβροχθίσουν τη λεία τους.
Τα
άλλα ζωντανά, τα φυτοφάγα, πρέπει να ζήσουν κι αυτά και να
πολλαπλασιαστούν. Θα φάνε το χορταράκι τους και θα έχουν αδιάκοπα
τεντωμένες τις αισθήσεις τους. Ξέρουν ότι ο εχθρός μπορεί να εμφανιστεί
ανά πάσα στιγμή. Όταν
εμφανιστεί, θα τρέξουν μακριά ή θα κρυφτούν κάπου ελπίζοντας να σωθούν.
Κάποιο από αυτά όμως θα είναι άτυχο. Ο εχθρός θα το βρει και θα το
σκοτώσει, επειδή πεινά και πρέπει να φάει. Μπορεί μάλιστα να έχει και
μωρά να ταΐσει.
Τα μωρά περιμένουν στη φωλιά τους πεινασμένα. Νάτην η μαμά που έρχεται και φέρνει και τροφή. Τι καλά! Ξεσκίζουν την τροφή με τα μυτερά δοντάκια τους και την τρώνε πολύ ευχαριστημένα. Αργότερα που μεγαλώνουν λιγάκι, η μαμά τα
παίρνει μαζί της, τους δείχνει πώς πρέπει να κυνηγούν. Τα μικρά
παρακολουθούν άγρυπνα, μαθαίνουν γρήγορα, βοηθά πολύ και το ένστικτο σ’
αυτό, και μετά από λίγο καιρό απογαλακτίζονται και ξεκινούν το μοναχικό κυνήγι τους.
Επιβίωση. Δεν είναι παίξε γέλασε αυτή η υπόθεση.
Να
τώρα εδώ μια μικρή αντιλόπη που δεν μπορεί να τρέξει γρήγορα. Μια
αντιλόπη είναι τροφή, δεν είναι τίποτε περισσότερο από πολύτιμη τροφή.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχει γίνει κομμάτια. (Ανατριχιαστικό; Μπα, όχι,
τέτοια κομμάτια βλέπουμε καθημερινά στα κρεοπωλεία και τα
καταβροχθίζουμε κι εμείς με ηδονή, απλώς τα μαγειρεύουμε προηγουμένως). Η
αντιλόπη λοιπόν γίνεται κομμάτια εντός δευτερολέπτων. Εκτός αν την
πετύχουν κάποια στιγμή που δεν θα πεινούν. Τότε βλέπουν την κινούμενη
τροφή τους με αδιαφορία. Καμιά φορά μάλιστα προχωρούν και λίγο
περισσότερο.
Αυτό έκαναν τρία αδελφάκια τσιτάχ που βρήκαν μια μικρούλα αντιλόπη μπροστά τους. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε το ένα τσιτάχ. «Αυτό είναι κάτι σαν κι εμάς, όχι ακριβώς τσιτάχ, αλλά κάτι παρόμοιο», απάντησε το
δεύτερο. «Μήπως είναι τροφή;» ρώτησε το τρίτο. «Μη μου μιλάτε τώρα για
τροφή, ακόμα δεν χώνεψα το μεσημεριανό μας γεύμα», είπε το πρώτο. «Πλάκα
έχει!» είπε το δεύτερο τσιτάχ κι ακούμπησε τη μουσούδα του στη μουσούδα
της αντιλόπης. «Λες να θέλει να παίξει μαζί μας;» «Πού θες να ξέρω;»
είπε το τρίτο τσιτάχ και ακούμπησε κι αυτό τη μουσούδα του στη μουσούδα
της αντιλόπης. «Πάντως έχει το χάζι του αυτό πραγματάκι».
Την ίδια ώρα η μικρή αντιλόπη κάθεται φρόνιμα και κάνει τις δικές της σκέψεις. «Τι γίνεται τώρα εδώ πέρα; Εχθροί είναι τούτοι εδώ ή φίλοι; Μάλλον φίλοι είναι, αφού κάθονται και με παρατηρούν. Ορίστε,
τώρα με μυρίζουν. Καλά, έχω μπερδευτεί τελείως. Τέλος πάντων, μάλλον
δεν έχουν σκοπό να με φάνε. Συμπαθητικοί είναι εδώ που τα λέμε. Κι εγώ που νόμιζα ότι είναι άγρια θηρία. Μπα! Μια χαρά θα τα πάμε, μου φαίνεται».
Τα
τρία τσιτάχ έπαιξαν με την αντιλόπη για λίγη ώρα. Αλλά ο φρέσκος αέρας
της εξοχής σε συνδυασμό με το παιχνίδι βοήθησαν στη χώνεψη και κάποια
στιγμή το ένα τσιτάχ είπε: «Αδέρφια, κάπως μου μυρίζει αυτή εδώ η μικρή.
Δεν ξέρω, αλλά μού’ ρχεται να της δαγκώσω το λαιμό». Τα δυο άλλα τσιτάχ
σταμάτησαν το παιχνίδι και κοιτάχτηκαν. «Έχει πράγματι μια ερεθιστική μυρωδιά», είπε το ένα από τα δύο. Έσκυψε κοντά στην αντιλόπη και την οσμίστηκε. «Μμμμ! Μου άνοιξε η όρεξη! Πολύ θα ήθελα τώρα να δοκιμάσω ένα μπουτάκι της». «Εγώ σας είπα ότι είναι τροφή», είπε το τρίτο. «Τροφή,
ε;» «Και βέβαια τροφή, δεν βλέπετε πόσο μεθυστικά μυρίζει; Γέμισε σάλια
το στόμα μου». Τα τρία τσιτάχ ξανακοιτάχτηκαν με νόημα. Έπειτα όρμησαν
στην αντιλόπη. Η αντιλόπη φαγώθηκε την ίδια στιγμή, χωρίς να προλάβει να
σκεφτεί τίποτε.
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία. Οι φωτογράφοι που κυκλοφόρησαν λίγες
μέρες αργότερα τις σχετικές φωτογραφίες, απέφυγαν να δείξουν το τέλος
αυτής της πρόσκαιρης φιλίας. Έδειξαν μόνο το παιχνίδι των τσιτάχ με την
αντιλόπη. Όμως αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα. Τα τσιτάχ από ένστικτο
κυνήγησαν και απομόνωσαν τη νεαρή αντιλόπη, όμως επειδή δεν τα θέριζε η πείνα,
δεν την κατασπάραξαν αμέσως. Το έκαναν, όταν πείνασαν. (Κι εμείς
παίζουμε με το αρνάκι και αργότερα το σφάζουμε και το τρώμε).
Η επιβίωση στην άγρια φύση είναι δύσκολη υπόθεση. Οι
κίνδυνοι είναι πολλοί και δεν υπάρχει η πολυτέλεια της ειρηνικής
συμβίωσης με τα άλλα πλάσματα. Ή θα σε φάνε ή θα τα φας. Απλά πράγματα.
Τα ζωντανά πλάσματα υπακούουν αναγκαστικά σ’ αυτό τον απλό νόμο της
φύσης, γι αυτό είναι αθώα. Τα τσιτάχ που κατασπάραξαν την αντιλόπη είναι
τόσο αθώα όσο και η ίδια η αντιλόπη. Δεν επέλεξαν να γεννηθούν σαρκοφάγα, όπως και η αντιλόπη δεν επέλεξε να γεννηθεί φυτοφάγο.
Όμως πίσω από αυτή την ισορροπία τρόμου που επικρατεί στη φύση, φαίνεται να κάθεται και να περιμένει την ώρα της για να φανερωθεί μια άλλη ισορροπία. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μην υπάρχει πείνα.
Τότε συμβαίνουν παράξενα πράγματα στο ζωικό βασίλειο. Το ποντίκι
κάθεται δίπλα στο φίδι, η αρκούδα αγκαλιάζει το σκύλο, η τίγρη κοιμάται
αγκαλιά με το γουρουνάκι, η λεοπάρδαλη παίζει με το ελάφι στο νερό, το λιοντάρι πιάνει γνωριμία με την αρκούδα, η γάτα γευματίζει μαζί με το ποντίκι.
Αυτά τα σπάνια και εφήμερα δείγματα συμβίωσης και φιλίας μάς αποκαλύπτουν κάτι που το καθημερινό βάσανο της πείνας δεν αφήνει να φανεί. Πίσω από την πείνα, σαν προδιαγραφή θα έλεγα, υπάρχει η δυνατότητα της ειρηνικής συμβίωσης. Όμως
η πείνα είναι αυτό που κυριαρχεί στη φύση, η πείνα αποφασίζει πώς θα
ζήσουν τα ζωντανά πλάσματα. Και η πείνα δεν έχει ευαισθησίες, είναι
άγρια, σκληρή και τυφλή. Αλλά όταν αυτή η φυσική ανάγκη ικανοποιείται,
τότε βλέπουμε να προβάλλει δειλά μια άλλη φύση. Είναι ειρηνική και
φιλική, είναι κάτι σαν προσχέδιο αυτού που πολλοί άνθρωποι
οραματίζονται: ένας παράδεισος όπου όλοι και όλα θα ζουν μαζί χωρίς
αντιπαλότητα και έχθρα.
Είναι
όπως ποτέ δυνατό να γίνει αυτό πραγματικότητα; Θα μάθει ποτέ το
λιοντάρι να τρώει χορτάρι και ο κροκόδειλος φύκια; Εκείνη η άλλη, η
κρυμμένη φύση της αγάπης, θα μπορέσει ποτέ να κυριαρχήσει πάνω στην
άγρια φύση και να την καταργήσει; Προς το παρόν αυτό μόνο στα όνειρά μας
μπορούμε να το βλέπουμε. Και σε κάποια ασυνήθιστα περιστατικά, όπως
αυτό με τη γάτα και το παπαγαλάκι. Που δεν το κατασπαράζει, επειδή η
κυρά της την έχει ταΐσει προηγουμένως με τη σάρκα ενός άλλου ζωντανού.
.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου