Νύχτα
τρισκότεινη. Κρυώνω κι ένα φως δε βλέπω. Κάθε βήμα και πιο πυκνό σκοτάδι, κάθε
βήμα και λιγότερα τ’ άστρα, κάθε βήμα και κοντύτερος ο θάνατος. Σαν
καταδικασμένος πηγαίνω κλαίγοντας, καταπίνοντας μπουκιές τα δάκρυα.
Σκουντουφλώντας μες στο σκοτάδι, επιμένω τυφλά. Βροχή κι αγέρας γαυριώντας με
σπρώχνουν στην άβυσσο. Η πνοή μου κόπηκε. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας.
Η αμαρτωλή πολιτεία βουΐζει από κακίες και θλίψη. Τα φώτα της τρυπούν την
καρδιά μου. Φοβούμαι. Πώς θα βρεθώ μέσα στο πλήθος της ξένος και άγνωστος; Να
φύγω, να φύγω. Για πού; Να, το καράβι που θα με πάγει μακριά, ελεύθερο, σαν τον
φυλακισμένο που αποδρά.
Αλλόκοτη νύχτα! μαυρίλα. Τα κολασμένα σύννεφα κουβαριάστηκαν σαν από βουβή
σύγκρουση. Στα σπλάχνα της άναψε μια φλόγα θειάφινη, που προχωρεί αργά και τα
οργώνει σαν άροτρο. Το κακοφωτισμένο σκοτάδι έχει την όψη και την αφή του
κάρβουνου. ....
Ο αγέρας βροντά μες στο σκοτεινό θόλο. Τα κύματα βουνά, που γκρεμίστηκαν και με
ρούφηξαν. Με σκέπασε το σκοτάδι. Τα μάτια μου άδειασαν. Σαν να μην έχω στόμα,
μένω άλαλος. Σαλεύτηκε ο νους. Ψηλαφίζουμαι για να βεβαιωθώ πως υπάρχω. Μέσα
μου κουδουνίζει ένα κενό. Τρομάζω και κρύβομαι.
Μέσα στην κόλασή μου δε βρίσκω ησυχία. Παραπατώ σα μεθυσμένος. Χτυπώ στους
τοίχους που αντηχούν μέσα στους άδειους θόλους. Τα μάτια μου μεγάλωσαν απ’ το
φόβο. Ψίθυροι και κρότοι με τρομάζουν. Από πού να γυρέψω βοήθεια; Κανείς δε
φτάνει εδώ από πουθενά, καμιά φωνή.
Ποιος πειρασμός μ’ έκλεισε στο σκοτεινό αδιέξοδο, ποιος δαίμονας, που με κρατά
σαν μπαίγνιο στη δύναμή του; Ο νους μου παραλύνει. Μάταια παλεύω. Όλα μαζί μου
έχουν βουλιάξει.
Όλα με κοιτάζουν με τη θλίψη μου. Λυπημένα ως και τ’ άστρα. Τα φώτα πένθιμα.
Γυρίζω τα μάτια μου ελεητικά παντού, μα σα να ‘ναι όλα πεθαμένα κι άδεια, δε με
βοηθούν. Ζω νεκρός μες σε κόσμο νεκρό· νεκρός θρηνώ πάνω απ’ τον ίδιο μου
νεκρό που τον κηδεύω.
Ξένα μου φαίνονται όλα, ως και το ίδιο μου κορμί. Ο αγέρας που αναπνέω είναι
σαν από ξένο χνώτο. Όλα μου είναι ξένα, ανυπόφορα ξένα και στέκουν ανυπόφορα
κοντά μου. Μου πλάκωσαν την καρδιά. Το στήθος μου βαραίνει η δύσπνοια. Οι πνοές
μου φεύγουν από τους αρμούς, από τα δάχτυλα που με πονούν.
Κουράστηκα κι απόκαμα. Όλα σβησμένα σκοτεινά. Τίποτε δεν κουνιέται: Βούβα,
νύστα, αηδία. Τα μάτια πετιούνται και κάποτε βουρκώνουν από νευροπάθεια.
Βρίσκομαι σε κατάσταση βαθύλυπη μαζί κι αναίσθητη. Γελώ και θλίβομαι απελπισμένα
σε τόνο οξύ, τραγικό.
Ο πόνος μου ξυπνός, όταν κοιμούμαι. Σαν ξίφος μπήγεται στην καρδιά μου. Θυμάμαι
πεθαμένους φίλους, που έσβησαν σαν ήλιος πριχού δύσει και τους κλαίω με σιωπηλά
δάκρυα.
Βρίσκομαι σ’ ένα κόσμο ακατάληπτο. Όλα στέκουν ανάστροφα κι ακίνητα, σε τόνους
παράτονους που μου τρυπάνε το μυαλό.
Κατάντησα σε μεθυσμένη αυτοεγκατάλειψη σε κραιπάλη αναισθησίας. Το στήθος μου
άδειο. Τα μάτια μου κουρασμένα, βλέπουν σχήματα κούφια κι απίθανα που τα πλάθει
η αρρωστημένη φαντασία μου.
Τα κουρέλια μου αλητεύουν μέσα στη νύχτα. Τι θέλεις να πεις κι ανοιγοκλείς τα
μάτια, τι θέλεις να πεις και σιωπάς σκοτεινό έρεβος;
Ω τρεμουλιαστή λάμψη των άστρων! Μ’ ανέβασες από την άβυσσο, το σκοτάδι της μου
έγινε όλο φως. Κι έκανες τα πάντα νέα. Καινούριος ο ουρανός, καινούρια η γη. Θα
ζήσω. Τα φύλλα της που σειούνται μου το λένε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου