Το μνημόνιο δεν λύνει το πρόβλημα του χρέους. Απλώς μειώνει τα ελλείμματα σταδιακά σε τρία χρόνια.Κάποια στιγμή πρέπει να βάλουμε τα πράγματα σε σειρά. Αυτή την
στιγμή η χώρα, δηλαδή όλοι μας, χρωστάμε περί τα 330 δισ. ευρώ. Αυτό
σημαίνει ότι όλος ο πληθυσμός πρέπει να δουλεύει δωρεάν επί ενάμισι
έτος για να ξεπληρώσουμε.
Το χρέος δεν είναι καν το χειρότερο. Στο υπάρχον
χρέος των 330 δισ. και με δεδομένο τον υπερπληθυσμό των δημοσίων
υπαλλήλων, τις συντάξεις που δώσαμε νωρίς, τη διαφθορά και τη
γενικότερη λειτουργία του κράτους προστίθενται άλλα 19 δισ. τον χρόνο.
Αρα έχουμε δύο προβλήματα. Το ένα είναι το χρέος που σωρεύσαμε και το
άλλο τα ελλείμματα που εξακολουθούμε να παράγουμε.
Για τα ελλείμματα αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι. Το
ονομάσαμε Μνημόνιο. Κόβουμε από εδώ, αυξάνουμε φόρους από εκεί, κι
ελπίζουμε ότι μέχρι το 2013 θα τα φέρουμε σε λογαριασμό, δηλαδή θα
περιορίσουμε το γενικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ, περί τα 7 δισ. ετησίως.
Το Μνημόνιο όμως δεν μάς λύνει .....
το πρόβλημα του χρέους. Μειώνει απλώς τα ελλείμματα σταδιακά σε τρία χρόνια. Το χρέος παραμένει και τοκίζεται. Και γι’ αυτό κάτι πρέπει να κάνουμε. Υπάρχουν πολλές λύσεις. Η μία είναι η επιμήκυνση, δηλαδή να πληρώσουμε αργότερα όταν μετά το 2013 θα έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα. Σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι και η νέα γενιά που θα κληθεί να πληρώσει και αυτό το μάρμαρο δεν μιλάει. Αρα θα το κάνουμε χωρίς να υπάρχουν σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις.
το πρόβλημα του χρέους. Μειώνει απλώς τα ελλείμματα σταδιακά σε τρία χρόνια. Το χρέος παραμένει και τοκίζεται. Και γι’ αυτό κάτι πρέπει να κάνουμε. Υπάρχουν πολλές λύσεις. Η μία είναι η επιμήκυνση, δηλαδή να πληρώσουμε αργότερα όταν μετά το 2013 θα έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα. Σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι και η νέα γενιά που θα κληθεί να πληρώσει και αυτό το μάρμαρο δεν μιλάει. Αρα θα το κάνουμε χωρίς να υπάρχουν σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις.
Η δεύτερη λύση είναι η αναδιάρθρωση του χρέους,
δηλαδή το «κούρεμα» την οποία προτείνει η Αριστερά. Αυτό σημαίνει ότι
από τα 330 δισ. που χρωστάμε θα πούμε στους δανειστές «πάρτε εκατό και
να ’στε ευχαριστημένοι». Ακούγεται καλό αλλά δημιουργεί κάποια
προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους δανειστές που θα
χάσουν τα δύο τρίτα των χρημάτων, που μάς εμπιστεύτηκαν, είναι και τα
δικά μας ασφαλιστικά Ταμεία και οι ελληνικές τράπεζες. Δηλαδή, θα
χάσουμε και όλοι εμείς, αλλά από την άλλη τσέπη. Αυτό όμως δεν είναι το
μεγαλύτερο μέρος των δανείων μας. Το μεγαλύτερο βρίσκεται στο εξωτερικό
και το έχουν εκτός των μισητών στην Αριστερά τραπεζών και πολλά
ασφαλιστικά Ταμεία του εξωτερικού, άνθρωποι δηλαδή που θέλουν να πάρουν
την σύνταξή τους από τα λεφτά που μάς δάνεισαν. «Ας πρόσεχαν», θα πουν
πολλοί· αριστεροί και νεοφιλελεύθεροι. Να συμφωνήσουμε ότι σε μια κακή
δανειακή σύμβαση φταίνε και οι δύο κι επομένως πρέπει να πληρώσουν και
οι δύο.
Το πρόβλημα όμως ξεκινά μετά το «ας πρόσεχαν»,
δηλαδή στο γεγονός ότι «θα προσέχουν». Με άλλα λόγια, δεν θα μάς
ξαναδανείσουν, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Πόσο; Κανείς δεν ξέρει.
Πάντως, σίγουρα, αποκλείεται να το ξεχάσουν το φέσι σε ένα μήνα ή σε
ένα χρόνο. Εμείς, όμως, συνεχίζουμε να ξοδεύουμε περισσότερα, απ’ όσα
εισπράττουμε. Πέρα από τα χρεολύσια και παρά τις περικοπές μισθών και
όλα τ’ άλλα που προβλέπει το Μνημόνιο, το κράτος ξόδεψε πέρυσι 6,5 δισ.
περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε. Εάν, δηλαδή, αποφασίζαμε να κουρέψουμε
το χρέος στο 100%, δηλαδή λέγαμε στους δανειστές «ουκ αν λάβοις δεκάρα
τσακιστή παρά του μη έχοντος» πάλι έπρεπε να βρούμε 6,5 δισ. ευρώ για
να τα βολέψουμε στη σημερινή κατάσταση με τους μισθούς και τις
συντάξεις κουτσουρεμένες. Επειδή, όμως, κανείς δεν θα μάς δάνειζε, από
κάπου πρέπει να περικόψουμε κι αυτά τα 6,5 δισ. Πώς; Κλείνοντας
νοσοκομεία, μειώνοντας τον αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, ή τους μισθούς
τους και πάει λέγοντας.
Ας υποθέσουμε ότι το κάνουμε. Τα προβλήματά μας
όμως δεν θα περιοριζόταν στην κακή διεθνή θέση και την άσχημη εικόνα
της χώρας. Θα υπήρχαν και δευτερογενείς επιπτώσεις. Μόνο με την υποψία
της στάσης πληρωμών έφυγαν πέρυσι από τις ελληνικές τράπεζες περί τα 60
δισ. ευρώ. Δεν ήταν μόνο οι κακοί πλούσιοι που εξήγαγαν τα πολύτιμα
κεφάλαιά τους. Ηταν και πολλοί μικρομεσαίοι στη λογική «δεν ξέρεις τι
γίνεται, άσε να ’χουμε το κεφάλι μας ήσυχο». Μπορεί να φανταστεί κανείς
τι θα γινόταν στα γκισέ των τραπεζών αν μια κυβέρνηση έλεγε «δεν
πληρώνω, δεν πληρώνω»; Εδώ, κάποτε, με την ανύπαρκτη απειλή της πΓΔΜίας
αδειάζαμε τα ράφια των σούπερ μάρκετ, δεν θα τρέχαμε όλοι να
διασφαλίσουμε, έστω στο στρώμα, τα πολύτιμα ευρώ για να τα ανταλλάξουμε
μελλοντικά με την υποτιμημένη δραχμή, αν και όταν αυτή ερχόταν; Ο
πανικός θα είχε ελικοειδή προς τα κάτω αποτελέσματα. Οι τράπεζες δεν θα
μπορούσαν να ανταποκριθούν, οι καταθέτες θα πίεζαν περισσότερο και η
Αργεντινή (που φοβούνται όσοι προωθούν αυτά τα σενάρια) θα ήταν εδώ.
Η τρίτη λύση που έχουμε είναι η αξιοποίηση και (ας
μη φοβόμαστε τις λέξεις) η εκποίηση δημόσιας περιουσίας. Η αξιοποίηση
είναι μια ωραία κουβέντα, αλλά την ερώτηση που πρέπει αμέσως να θέσουμε
είναι: «ποιος θα την κάνει»; Το κράτος; Αν είναι να την αξιοποιήσει το
κράτος, τότε γιατί δεν το έκανε μέχρι σήμερα και φτάσαμε εδώ που
φτάσαμε; Ολα αυτά τα κουφάρια, που κάποτε λέγονταν «Ξενία» γιατί δεν
μεταμορφώθηκαν σε παραγωγούς νέου πλούτου και απλώς ρημάζουν; Θα
ανέθετε κάποιος σε μια δημόσια υπηρεσία να διαχειριστεί ακόμη κι ένα
μπακάλικο; Αρα, από την αξιοποίηση της περιουσίας καλά είναι να
αποκλείσουμε εξ αρχής το κράτος. Ας καταφέρει να βγάζει τα
πιστοποιητικά στην ώρα τους, και μετά συζητάμε για τα πιο πολύπλοκα
project, όπως είναι η διαχείριση μιας επιχείρησης.
Συνεπώς, μάς μένουν δύο λύσεις. Η μία είναι η
αξιοποίηση από τούς ιδιώτες και η δεύτερη η εξαγορά από τους ιδιώτες. Η
πρώτη μάς κάνει να νιώθουμε καλά διότι «δεν ξεπουλάμε τα ασημικά της
οικογένειας», όπως είχε πει και ο αλήστου μνήμης κ. Γιώργος
Αλογοσκούφης. Δεν είναι κακή, αλλά αφενός δεν φτάνει και αφετέρου δεν
μάς επιτρέπει να εξαγοράζουμε χρέος το οποίο μάς βαρύνει με τόκους.
Υπάρχει ένα σοβαρό επιχείρημα κατά της πώλησης που πρέπει να σκεφτούμε
κι αυτό είναι ότι οι αξίες τώρα είναι χαμηλά. Αυτό είναι αληθές. Αν
πουλούσαμε π. χ. πριν από πέντε χρόνια μπορεί να πετυχαίναμε τιμές
ακόμη και κατά 1/3 υψηλότερες. Από την άλλη μεριά όμως και η αξία του
χρέους ήταν υψηλότερη. Αν δηλαδή πουλούσαμε τότε για να εξαγοράζουμε
χρέος (όπως εξάλλου προβλέπει ο νόμος: τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων
πάνε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους) θα αγοράζαμε το χρέος πιο
ακριβά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τα ακριβή νούμερα, διότι δεν ξέρουμε
ποια τιμή θα έπιαναν τότε τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους, απλώς
δεν πρέπει να το δέσουμε κόμπο ότι το τελικό ισοζύγιο (αγοραπωλησίας
ακινήτων - χρέους) θα ήταν τότε θετικό σε σχέση με το σημερινό.
Το ίδιο ισχύει και για το μέλλον. Πολλοί
ισχυρίζονται ότι πρέπει να περιμένουμε να ανακάμψει η οικονομία, να
ανέβουν οι τιμές και μετά να πουλήσουμε. Ακόμη κι αν η ανάκαμψη της
οικονομίας μπορεί να γίνει με έναν μαγικό τρόπο, χωρίς δηλαδή να
πουλήσουμε και χωρίς να καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε. Η ανάκαμψη της
οικονομίας θα αυξήσει και την αξία του χρέους. Κανείς δεν θα είναι
διατεθειμένος να πουλήσει ομόλογα μιας οικονομίας που ανακάμπτει στο
60% ή 70%. Πάλι δεν ξέρουμε τα ακριβή νούμερα, αλλά ας δέσουμε κόμπο
ότι δεν μπορούμε να πουλάμε περιουσιακά στοιχεία ακριβά και να
αγοράζουμε χρέος φθηνά.
Αναζητώντας τη μαγική ανάπτυξη
Η καλύτερη λύση που προτείνουν όλοι για να βγούμε
από την παγίδα των ελλειμμάτων και του χρέους είναι η διαβόητη
ανάπτυξη. Αυτό είναι σωστό, μόνο που ο όρος «ανάπτυξη» στην Ελλάδα
λογίζεται κάτι σαν τα ανείσπρακτα χρέη του Δημοσίου ή τη φοροδιαφυγή ή
κάτι σαν το τζόκερ. Νομίζουμε ότι κάπου υπάρχουν λεφτά κι εμείς το μόνο
που έχουμε να κάνουμε είναι ν’ απλώσουμε το χέρι και να τα μαζέψουμε. Η
ανάπτυξη είναι μια πιο πολύπλοκη διαδικασία απ’ αυτήν που μάθαμε και
συνηθίσαμε τόσα χρόνια. Ναι! Λογιστικά και υπό την προϋπόθεση ότι
είχαμε τα λεφτά, οι 100.000 προσλήψεις στο Δημόσιο που πρότεινε ο κ.
Τσίπρας θα δημιουργούσαν στα χαρτιά ανάπτυξη. Αυτοί οι 100.000 θα
ξόδευαν τα εκατό εκατομμύρια του εισοδήματος που θα είχαν κάθε μήνα (αν
έπαιρναν 1.000 ευρώ μισθό), οι έμποροι θα συνέχιζαν να πουλούν από τις
τρύπες των 50 τ. μ. και όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι. Υπό την προϋπόθεση,
βέβαια, ότι υπάρχει η φυτεία χρημάτων για να τα μαζεύουμε και να τα
ξοδεύουμε. Ετσι φανταζόμασταν το κράτος μέχρι τώρα και φτάσαμε να
έχουμε αυτό το δυσθεώρητο χρέος. Δυστυχώς, τα λεφτά δεν φύτρωναν, τα
δανειζόμασταν.
Η ανάπτυξη, λοιπόν, δεν φυτρώνει στα δένδρα,
δημιουργείται σιγά σιγά απελευθερώνοντας την οικονομία. Το άνοιγμα των
κλειστών επαγγελμάτων, για παράδειγμα, επιτρέπει σε νέους ανθρώπους και
επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται και να παράγουν περισσότερο πλούτο. Δεν
θα τα καταφέρουν όλοι, αλλά αυτοί που θα τα καταφέρουν θα δημιουργήσουν
την πολυπόθητη ανάπτυξη. Ενας άλλος τρόπος είναι η αξιοποίηση ή η
εκποίηση δημόσιας περιουσίας. Το αν θα παραχωρήσουμε μια έκταση για να
γίνει γήπεδο γκολφ δεν σημαίνει ότι το χάνουμε από την ελληνική
επικράτεια. Εκεί θα είναι, αλλά εκτός του γεγονότος ότι θα απομειώσει
το χρέος μας, θα προσελκύσει ξένους τουρίστες, θα φτιάξει νέο πλούτο
και θα παραγάγει νέους φόρους για να πληρώσουμε τα νοσοκομεία που από
τη φύση τους αναγκαστικά θα παραγάγουν νέα ελλείμματα. Αντί, δηλαδή, να
κρατάμε ντουβάρια που ρημάζουν, ας τα δώσουμε σε κάποιους για να τα
συνεκμεταλλευθούμε. Και μόνον από τη φορολογία, για συνεκμετάλλευση
μιλάμε.
Η ανάπτυξη, όπως και τα λεφτά, δεν πέφτουν από τον
ουρανό. Κάτι κάνεις για να τα αποκτήσεις. Δυστυχώς, η χώρα είναι ακόμη
δέσμια αριστερών ιδεολογημάτων και δεξιών πομφολύγων, με αποτέλεσμα να
πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό. Δεν θέλουμε (και σωστά) περικοπές
εισοδημάτων, κλείσιμο οργανισμών που χρησιμεύουν μόνο στους υπαλλήλους
που μισθοδοτούνται, δεν θέλουμε αναδιάρθρωση των ΔΕΚΟ με μετατάξεις,
δεν θέλουμε πώληση περιουσιακών στοιχείων (προτιμάμε να τα βλέπουμε να
ρημάζουν) και στο τέλος αναρωτιόμαστε: «Πώς φτάσαμε ώς εδώ»; Ε, έτσι
όπως πορευόμασταν και διάφοροι επιμένουν ότι πρέπει να συνεχίσουμε να
πορευόμαστε. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.2.2011 Πάσχος Μανδραβέλης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου