Αννιτα Λουδαρου Ήταν κάποτε μια που είχε στα μάτια
κόκκινη φωτιά παγιδευμένων λύκων. Πάνω - κάτω στις ίδιες ατελείωτες
διαδρομές, πλάι σε ποινικούς και επαναστάτες.
Εξάρχεια-Πατήσια-Μεταξουργείο-Μετς. Μ΄ένα παλιοπαντέλονο. Χιλιόμετρα
έρχονταν καταπάνω της οι μέρες. Στα παιδικά της χρόνια κανείς. Ερημιά
εκεί. Μπαίναν κρυφά στο σπίτι της, κοιμόντουσαν στο κρεβάτι της, τρώγανε
από το φαί της. Όταν βράδιαζε φεύγανε και αφήνανε τα πιάτα άπλυτα. Δεν
εξηγείται αλλιώς, έτσι βρόμικος που ήταν πάντα ο νεροχύτης, έτσι πολλοί
που ήταν πάντα οι άνθρωποι....
Ανήμερα της γιορτής της, την είδα πάλι. Ν' ανοίγει την πόρτα σιγά
σιγά και να μπαίνει. Πρέπει να είχε περάσει καιρός πολύς γιατί τα νύχια
της είχαν μακρύνει και η φωνή της ακουγόταν με διακοπές. Κρύωνε
τυλιγμένη σ΄ένα ξύλινο παλτό. Από μέσα περασμένα τα ποιήματα, δεμένα
σφιχτά στο μέρος της καρδιάς. Εκεί που οι άλλοι κρεμάνε συνήθως ματάκια
και μενταγιόν για να ξορκίζουν το κακό.
Την κοπάνησα εντάξει; Αυτό μου είπε. Να γλυτώσω από τις διασπάσεις,
την αποτρόπαιη μοναξιά. Τον ανυπόφορο θόρυβο των δρόμων. Να γλυτώσω ρε.
Τις ίδιες, ατελείωτες διαδρομές στους δρόμους. Φωτογραφίσανε τον πόνο
και βάλανε την φωτογραφία μου, δεν βλέπεις; Μια στάλα σταλαγμίτης
απόμεινα, ένα τόσο δα πουλάκι. Κοίτα, χωράω σ΄ένα άδειο μπουκάλι. Και η
ζωή; την ρώταγα εγώ. Θέλω να σε ακούσω. Μην σωπαίνεις. Μην τους κάνεις
την χάρη. Μην χάνεσαι τώρα. Μην αφήσεις την ασχήμια που σαν δεν έχει
υπόσταση και ζωή, παίρνει δύναμη.
Ταυτότητα μια τροβαδούρος του χθες, μέλος μιας απενεργοποιημένης
ζωής. Ένα πρόσωπο καθαρό σαν νεράκι και μια ψυχή όμορφη σαν νερού,
μοίραζε ποιήματά της χέρι με χέρι. Αμετάκλητες προκηρύξεις μιας μεγάλης
διαδήλωσης που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πάει. Αυτό ήταν.
Να ξανάρθεις. Μ΄ακούς; Εδώ θα είμαι. Κανείς δεν κρίθηκε. Ακόμη.
Ζωγραφική Lale Mudlur
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου