Δακρυγόνα 1965 |
Μερικοί χωθήκαμε σ’ ένα στενόμακρο σουβλατζήδικο
από την κάτω μεριά του Συντάγματος
με δυνατό τσούξιμο στα μάτια,
το λαρύγγι και το δέρμα μας καίγαν,
ξεπλενόμασταν και με το νερό απόγινε
και το αφεντικό μουρμούριζε στον εαυτό του
για να τον ακούσουμε:
«Δε βγάλαν ποτέ τον αρχηγό μόνοι τους,
έτσι ή αλλιώς αυτωνών
τους τον διορίζαν οι σύμμαχοι».
λουφάζαμε
τότε μπούκαραν οι αστυφύλακες
που μας κοίταξαν για λίγο,
εκείνος έριξε τα κοψίδια στην ζεσταμένη πιτούλα
και κουνώντας την πελώρια τσίγκινη αλατιέρα
τσίχου-τσίχου σαν μαράκες
ρώτησε με επαγγελματικό τόνο
λες και είχε έρθει η σειρά κάποιου
«Κρεμμυδάκι βάζω, κύριος;».
Π.Α.Ο.-Μπανκού 1-1
Ανάμεσα 1959 και 1963
terminus antepostquem
το βεβαιώνει ο Πανούτσος αλλά δεν με νοιάζει,
παίχτηκε το φιλικό ματς με τη Μπανκού,
τότε κατέβηκα πρώτη φορά στη λεωφόρο
στο καλαθάκι της μαύρης μπεεμβέ του θείου
σαν ωραίο ανοιχτό φερετράκι.
Ο θείος χαμογελούσε προς το τερέν,
οι διπλανοί μας χαμογελούσαν ευτυχισμένοι
σαν για πάντα,
ακόμα και τα ρούχα τους φάνταζαν πιο ωραία,
νόμιζες πως θα πεθάνουν έτσι
όρθιοι σαν πανάθες.
Μέχρι τότε είχα δει τον «Κεραυνό» Πολυγώνου
και τη Βραζιλία στο όνειρο,
τους παίχτες που ήξερα από τα εικονάκια
τους είδα ζωντανούς μπροστά μου
είχα θαμπωθεί σαν να φωσφόριζα,
και μες στη σεβαστική σιγή της κερκίδας
ο Ζόσιμο χτύπησε το φάουλ
σηκώνοντας λίγη σκονίτσα σαν την άχνη
από όνειρο στο υπνοδωμάτιο.
Ταξιδεύοντας
Κατεβαίνω για την Αθήνα και του λόγου μου
σαν προσωρινή επιστροφή από το προάστιο
μέσω όμως άλλων ηπείρων,
της υψιπέτιδος Ελασόνας, της χθαμαλής Λάρισας
κι από την δεξιά παράκαμψη προς Μπράλο
τραβώ νικητής προς Λαμία ξανά,
ή έχω ροβολήσει το Σαραντάπορο
και μετά από τη δεύτερη πρόχειρη καφε-στάση
παρκάρω κανονικά για ζουμερό σουβλάκι
μπροστά από το μικρούτσικο μπεζεστένι της Στυλίδας
όπου μασουλώντας μες στην ήσυχη χειμωνιάτικη λιακάδα
χωρίς περιττά πλαταγίσματα, πίνοντας δήθεν μια δήθεν μπίρα
και ατενίζοντας μακριά, ψηλά πάνω απ’ τη μπίρα, στο μέλλον
αυτοϋπενθυμίζομαι ότι ένας πρόπαππος και μία προμάμμη
τους θάψαν εδώ γύρω:
«’α μου φτιάξεις κι ένα δεύτερο, μάστορα, χωρίς τις πατάτες;»,
σε τέως νεκροταφείο και νυν οικοδομικό τετράγωνο,
τελείως νεκροί.
Τα λάδια θά ’χουν κατέβει, συνεχίζω
και είμαι στον χρόνο μου
αφού η Αθήνα πιάνει και τη Φθία
που ζούσε κάποτε σαν άλλη ήπειρος·
σκοπεύω να έχω περάσει τη Λυκόβρυση
εξακολουθώντας αυτεξούσιος Αθηναίος
προτού αρχίσουν να επιστρέφουν για τη Νίκαια
οι φαγωμένοι των Θηβών με τα υποκοριστικά μωρά
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου