Αυτή τη φορά η γενοκτονία είναι σαφώς ανώδυνη αλλά πολύ περισσότερο αποτελεσματική και πονηρή.
Και ποια είναι αυτή; Η ζωή των νέων ανθρώπων που βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και η μέλλουσα γενιά η οποία είτε δεν έρχεται είτε θα μεγαλώσει εκτός Ελλάδας.
Κοιτάζω λίγο τον περίγυρό μου. Από όλα τα παιδιά της τάξης
στο δημοτικό και αργότερα στο γυμνάσιο και το λύκειο ελάχιστοι ανοίξαμε δικό μας σπίτι ενώ όσοι παντρεύτηκαν περιορίστηκαν στην πλειοψηφία τους στο ένα παιδί.
Η Μαρία π.χ. Στα 35 της είναι μια αξιόλογη κοπέλα. Έχει την τύχη να εργάζεται. Η όλη αβεβαιότητα όμως δεν την αφήνει καν να σκεφτεί το ενδεχόμενο να φτιάξει τη ζωή της. Το φόβητρο της ανεργίας πλανάται πάνω από το κεφάλι της. Βέβαια δεν τη διώχνει κανείς, είναι καλή σκλάβα. Εργάζεται άπειρες ώρες και δε ζητά τίποτε. Στο λίγο που της μένει θα κάνει και κανένα ιδιαίτερο για να μην ισχυριστεί ότι έχασε μερικά χρόνια από τη ζωή της για να σπουδάσει μαθηματικός. Χρόνος όμως για την ίδια τη Μαρία; Ελάχιστος. Μηδενικός. Κι όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο παραξενεύει ή αν θέλετε γεροντοκορίζει. Οι συμβιβαστικές διαθέσεις γίνονται όλοενα και λιγότερες όσο μεγαλώνουμε.
Τα ίδια κι ο αδερφός της ο Δημήτρης. Ωραίος, καλό παιδί αλλά με δουλειά δεν κατάφερε να στεριώσει πουθενά. Κάτι part-time με αμοιβές της πλάκας και αφεντικά που δε σέβονται τον κόπο των εργαζομένων. Όπως και κάτι δουλειές που τις κάνεις απλά γιατί το θες διότι δεν αμοίβουν καθόλου. Πώς να αποπειραθεί κι αυτός για το κάτι επιπλέον;
Σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι.
Η Αθανασία και ο Βασίλης δύο άλλα παιδιά. Όταν τους έλεγα προ ετών να βγουν στην αγορά εργασίας, να κοιτάξουν να βρουν να χωθούν σε κάποιο φροντιστήριο, να δημιουργήσουν ένα κύκλο, αυτοί προτιμούσαν να κυνηγήσουν το όνειρό τους βουτηγμένοι σε ντάνες συγγραμάτων, μια ακαδημαϊκή καριέρα. Και να το μάστερ, να το διδακτορικό, πτυχία πτυχία πτυχία που η μόνη τους χρησιμότητα απεδείχθη να καλύπτουν τα σκασίματα των σοβάδων στους τοίχους. Κάτι ψιλοδουλειές του ποδαριού για κάτι που θυμίζει χαρτζιλίκι. Όταν γνωρίστηκαν ήταν γύρω στα 19 η Αθανασία και στα 21 ο Βασίλης, σήμερα 31 και 33 αντίστοιχα. Οι πρώτες άσπρες τρίχες κάνουν την εμφάνισή τους, δείγμα ότι η ζωή προχωρά κι ο άνθρωπος γερνά, άσχετα αν δεν την έζησε. Αν δεν τσοντάρουν οι γονείς, τότε θα καταλάβουν πως τελικά χάθηκαν κάπου στο δάσος καταδιώκοντας το ούτως ή άλλως άπιαστο όνειρο. Για γάμο δε, ούτε κουβέντα.
Ο Πέτρος πάλι αποφάσισε στα 42 του να ξενιτευθεί. Όσα δεν μπόρεσε να κατορθώσει εδώ και με δικές του ευθύνες, τα βρίσκει στη Γερμανία. Δουλειά, αξιοπρεπή μισθό και συνθήκες διαβίωσης. Αφεντικό του; Ένας Έλληνας που έφυγε 2-3 χρόνια νωρίτερα.
Η Πηνελόπη και ο Μάνος, φεύγουν κι αυτοί από την Ελλάδα μαζί με το παιδί τους. Ως πότε θα κάθεται ο Μάνος απλήρωτος στην πρωινή του εργασία; Ένα e-mail σε εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου και του Ντουμπάι και το πρόβλημα λύθηκε. Ναι τους πονάει που πρέπει να φύγουν, δεν το θέλουν, αλλά πρέπει και να ζήσουν, πρέπει να μπορούν να κοιμούνται τη νύχτα.
Φαντάζομαι ότι οι παραπάνω πραγματικές ιστορίες σας φαίνονται οικείες. Έχουν δε έναν κοινό παρανομαστή. Τον άτιμο το χρόνο που κυλάει και φεύγει σα νερό καθώς και αυτόν εδώ τον τόπο που αδειάζει.
Ο χρόνος δεν κάνει χατίρια, δε σταματά μέχρι ο άνθρωπος να μπει σε μια ρότα. Απεναντίας ξεγλυστρά παίρνοντας όμως μαζί του και την επόμενη γενιά, αυτή που θα ερχόταν αν οι σημερινοί νέοι των 25-35 αισθάνονταν πως υπήρχε πραγματικά λίγος χώρος να κινηθούν και οξυγόνο να αναπνεύσουν.
Δεν υπάρχει όμως. Ενώ κι αυτοί που είχαν προλάβει να δημιουργήσουν κάτι, αφού βρέθηκαν σε αδιέξοδο, το πήραν απόφαση να φύγουν.
Και στο τέλος τι θα μείνει για την Ελλάδα; Ένα πουκάμισο αδειανο... του Στρατή Μαζίδη steveniko
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου