Η Ψυχές των Γερόντων (Κ. Π. Καβάφης)
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Σήμερα θέλω να πάω μπροστά. Κι αύριο. Με κάθε τρόπο μπροστά. Δεν μπορούν να με κρατήσουν μέσα στο παλιό πετσί τους οι κάθε είδους καταθέσεις. Δεν κατέχω από τέτοια.
Ν’ αυγατίσω τις στιγμές μου θέλω. Την ευτυχία. Να τη χορτάσω θέλω τη ζωή μου. Να μην τρέμω μήπως τη χάσω επειδή δε θα παραβρεθώ στο ραντεβού με τα ταμεία των τραπεζών.
Να ζήσω σαν Άνθρωπος θέλω. Δε θα επιτρέψω τον ευτελισμό μου, από τα παλιά σώματα, με τα φθαρμένα μυαλά. Τα κάγκελά μου είν’ αυτά.
Σήμερα, αύριο, κάθε μέρα θα παλεύω να τα σπάσω. Με κάθε τρόπο. Από φόβο, μη βαρεθώ κάποτε την άθλια ζωή μου, μετρώντας κέρδη από επενδύσεις.
Να πεθάνω ζώντας θέλω κι όχι να ζω πεθαίνοντας λίγο – λίγο κάθε μέρα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου