Ευφυολογήματα, ατάκες, λογοπαίγνια, φτηνά διαφημιστικά δάνεια(tragic), πολωτικές, φραστικές επιθέσεις, όλα στην τηλεοπτική αρένα για την πρόκληση εντυπώσεων. Όλοι εναντίων όλων, προς χάριν της συσπείρωσης, ενώ, συγχρόνως, όλοι διακηρύσσουν πως είναι διατεθειμένοι την επόμενη ημέρα να συνεργαστούν σχεδόν με όλους. Ακόμη και
η «συγνώμη» επιστρατεύεται ως ηθικό προτέρημα και άλλοθι, δικαιώνοντας πλήρως τη ρήση πως «από τότε που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο»! Ακόμη και ο τραπεζίτης πρωθυπουργός ενεπλάκη ως μη όφειλε στην προεκλογική εκστρατεία καλώντας τους πολίτες «να ψηφίσουν για το αύριο». Ως εάν οι πολίτες θα ψηφίσουν για
το χθες! Γι’ αυτό εν προκειμένω ισχύει το σύνθημα «ήρθαν τα αύρια να διώξουν τα σήμερα». Πέρα, όμως, από την πολιτική επικοινωνία και τις λεκτικές πιρουέτες υπάρχει και η πολιτική, την οποία οι περισσότεροι προσπαθούν να απωθήσουν στο πίσω μέρος της σκηνής για να μη βρεθούν εκτεθειμένοι στη συνέχεια. Ποια είναι, λοιπόν, η πολιτική και τα διακυβεύματα αυτών των εκλογών; Ανάπτυξη και επαναδιαπραγμάτευση. Αυτά τα οποία κάποιοι έθεταν από την πρώτη στιγμή στην Ελλάδα, αλλά αντιμετωπίστηκαν ως «μη ρεαλιστές», ου μην και «γραφικοί» από τους οπαδούς του δόγματος της αυστηρής λιτότητας που επέβαλε ο γαλλο-γερμανικός άξονας. Η λιτότητα, όμως, βύθισε ακόμη περισσότερο την Ελλάδα αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη στην ύφεση. Και τώρα που έφθασε το τέλος της βασιλείας των Μερ-κοζί και τίθεται επί τάπητος το ζήτημα μίας στρατηγικής για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, οι εν Ελλάδι διαπρύσιοι κήρυκες της λιτότητας, που μας έφθασαν μέχρι εδώ, επιχειρούν να υφαρπάξουν την ψήφο του ελληνικού λαού, ποντάροντας στη κοντή μνήμη του και μεταθέτοντας τις ευθύνες στις «συντηρητικές δυνάμεις» της Ευρώπης –με τις οποίες τα είχαν κάνει πλακάκια-, ενώ, συγχρόνως, οικειοποιούνται τον Ολάντ, ο οποίος μιλάει για Ανάπτυξη. Όμως για Ανάπτυξη μιλάει τώρα ακόμα και η Μέρκελ, η οποία κατηγορούσε τον Φρ. Ολάντ για «έλλειψη ρεαλισμού». Η καγκελάριος, τώρα, δηλώνει ότι «ετοιμάζουμε μία ατζέντα για την ανάπτυξη» που θα συζητηθεί στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου. Για την ακρίβεια προτίθενται να ρίξουν στην αγορά 200 δις ευρώ για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στις υποδομές, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στις τεχνολογίες αιχμής. Η Ελλάδα είναι, άραγε, έτοιμη να διαπραγματευθεί αυτές τις επενδύσεις, έτσι ώστε η Ανάπτυξη να μην είναι μία άνεργη ανάπτυξη, που θα ωφελήσει αυτούς που έχουν ήδη ωφεληθεί τα μέγιστα από την κρίση και προ αυτής; Θα είναι μία ανάπτυξη η οποία θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, δημιουργώντας μακροπρόθεσμα οφέλη για τη χώρα; Φοβούμαστε πως όχι. Οι πολιτικοί δεν φαίνεται να απασχολούνται με την τύχη των αδυνάτων αλλά διακατεχόμενοι από την περίφημη libido κυριαρχίας, όπως έλεγε ο Μακιαβέλι, ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο με τη δική τους αναρρίχηση ή διατήρηση στην εξουσία, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των «πάνω». Αλλά πως θα απαντήσει σ’ αυτά το εκλογικό σώμα; Θα έχουμε την ανατροπή στη συνήθη χειραγώγηση των συνειδήσεων; Κοντός ψαλμός…
η «συγνώμη» επιστρατεύεται ως ηθικό προτέρημα και άλλοθι, δικαιώνοντας πλήρως τη ρήση πως «από τότε που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο»! Ακόμη και ο τραπεζίτης πρωθυπουργός ενεπλάκη ως μη όφειλε στην προεκλογική εκστρατεία καλώντας τους πολίτες «να ψηφίσουν για το αύριο». Ως εάν οι πολίτες θα ψηφίσουν για
το χθες! Γι’ αυτό εν προκειμένω ισχύει το σύνθημα «ήρθαν τα αύρια να διώξουν τα σήμερα». Πέρα, όμως, από την πολιτική επικοινωνία και τις λεκτικές πιρουέτες υπάρχει και η πολιτική, την οποία οι περισσότεροι προσπαθούν να απωθήσουν στο πίσω μέρος της σκηνής για να μη βρεθούν εκτεθειμένοι στη συνέχεια. Ποια είναι, λοιπόν, η πολιτική και τα διακυβεύματα αυτών των εκλογών; Ανάπτυξη και επαναδιαπραγμάτευση. Αυτά τα οποία κάποιοι έθεταν από την πρώτη στιγμή στην Ελλάδα, αλλά αντιμετωπίστηκαν ως «μη ρεαλιστές», ου μην και «γραφικοί» από τους οπαδούς του δόγματος της αυστηρής λιτότητας που επέβαλε ο γαλλο-γερμανικός άξονας. Η λιτότητα, όμως, βύθισε ακόμη περισσότερο την Ελλάδα αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη στην ύφεση. Και τώρα που έφθασε το τέλος της βασιλείας των Μερ-κοζί και τίθεται επί τάπητος το ζήτημα μίας στρατηγικής για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, οι εν Ελλάδι διαπρύσιοι κήρυκες της λιτότητας, που μας έφθασαν μέχρι εδώ, επιχειρούν να υφαρπάξουν την ψήφο του ελληνικού λαού, ποντάροντας στη κοντή μνήμη του και μεταθέτοντας τις ευθύνες στις «συντηρητικές δυνάμεις» της Ευρώπης –με τις οποίες τα είχαν κάνει πλακάκια-, ενώ, συγχρόνως, οικειοποιούνται τον Ολάντ, ο οποίος μιλάει για Ανάπτυξη. Όμως για Ανάπτυξη μιλάει τώρα ακόμα και η Μέρκελ, η οποία κατηγορούσε τον Φρ. Ολάντ για «έλλειψη ρεαλισμού». Η καγκελάριος, τώρα, δηλώνει ότι «ετοιμάζουμε μία ατζέντα για την ανάπτυξη» που θα συζητηθεί στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου. Για την ακρίβεια προτίθενται να ρίξουν στην αγορά 200 δις ευρώ για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στις υποδομές, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στις τεχνολογίες αιχμής. Η Ελλάδα είναι, άραγε, έτοιμη να διαπραγματευθεί αυτές τις επενδύσεις, έτσι ώστε η Ανάπτυξη να μην είναι μία άνεργη ανάπτυξη, που θα ωφελήσει αυτούς που έχουν ήδη ωφεληθεί τα μέγιστα από την κρίση και προ αυτής; Θα είναι μία ανάπτυξη η οποία θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, δημιουργώντας μακροπρόθεσμα οφέλη για τη χώρα; Φοβούμαστε πως όχι. Οι πολιτικοί δεν φαίνεται να απασχολούνται με την τύχη των αδυνάτων αλλά διακατεχόμενοι από την περίφημη libido κυριαρχίας, όπως έλεγε ο Μακιαβέλι, ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο με τη δική τους αναρρίχηση ή διατήρηση στην εξουσία, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των «πάνω». Αλλά πως θα απαντήσει σ’ αυτά το εκλογικό σώμα; Θα έχουμε την ανατροπή στη συνήθη χειραγώγηση των συνειδήσεων; Κοντός ψαλμός…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου