Είναι πια η ζωή μας μια αλληλουχία επαλήθευσης κακών ειδήσεων που, κρίκο-κρίκο, συνθέτουν τις καινούργιες αλυσίδες μας. Δεν μιλάμε πια για «πολιτική», για «λάθη», για «διαφθορά», για «κακή διαχείριση» και τα γνωστά σχετικά: Μιλάμε (Πασχαλιάτικα μάλιστα, στην ανοιξιάτικη Ελλάδα) για ένα τοπίο άνυδρο, στεγνό, γκρίζο, αδιέξοδο και απελπισμένο – μια κατάσταση που δεν απέχει και πολύ από την Κόλαση όπως την περιγράφουν κάποιοι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές, ή κάποιοι θρησκόληπτοι ζηλωτές, παλαιοημερολογίτες : Πείνα, ανασφάλεια, ψυχικές ασθένειες, μολυσματικές ασθένειες που τις κουβαλούν, μας λένε, ανθρώπινα ράκη τα οποία φτάσανε από το Αφγανιστάν ως εδώ πουλώντας το ένα τους νεφρό για να πληρώσουνε τα ναύλα – και αργοπεθαίνουνε σε υπόγεια, σε πεζοδρόμια, σε πλατείες και περιοχές «δικές τους», αλλά και μέσα στην καρδιά της δικιάς μας, κάποτε, Αθήνας. Στα ίδια πεζοδρόμια που περπατάμε και εμείς που «είμαστε ακόμα ζωντανοί» για να πάμε στη δουλειά μας ή στο σούπερ-μάρκετ, σ’ ένα σινεμά ή σε κάποια συνάντηση. Κόλαση.
Η χώρα αυτή διαλύθηκε απότομα, έγινε σμπαράλια, δεν την αναγνωρίζεις –μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Ίσως η «δουλειά», εκούσια ή ακούσια να γινότανε εν κρυπτώ μεθοδευμένα χρόνια τώρα – αλλά εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, μου φαίνονται πολύ «οργανωμένα» σε βάθος χρόνου για να ευσταθούν λογικά. Πιστεύω ότι το διαλύσαμε το μαγαζί με απίστευτη αναισθησία και χωρίς ίχνος επίγνωσης του τιμήματος που πληρώσανε οι άμεσοι πρόγονοί μας, παππούδες και προπάπποι μας – δεν μιλάω για τους Αρχαίους ημών προγόνους - μέχρι να καταφέρουνε να νομιμοποιήσουνε και να στήσουνε αυτή την οντότητα την Εθνική, το ανεξάρτητο Κράτος που είχε σύνορα, σημαία, γλώσσα και θρησκεία –και αναγνωρίστηκε απ’ όλο τον πλανήτη με το όνομα «Ελλάς» - ή «Greece».
Παραλάβαμε, εμείς, του 60 οι εκδρομείς, μιαν Ελλάδα χωρίς χρέη, πανέμορφη, παρθένα και πανέτοιμη να γίνει ένας οικολογικός αλλά και οικονομικός τουριστικός παράδεισος τόσο για εμάς, τους ιθαγενείς της, όσο και για τους επισκέπτες –ή τουρίστες της. Την είχε ήδη λανσάρει κιόλας η αμέσως προηγούμενη γενιά, η τόσο ταλαντούχα, αυτόματα, χωρίς πολλή σκέψη και meetings σε διαφημιστικές εταιρείες, με δυό Νόμπελ και τρείς ταινίες – και την είχε κάνει σύγχρονη, μοντέρνα, «της μόδας» : Η «Στέλλα» του Κακογιάννη πήρε την Μελίνα και την πήγε στις Κάννες όπου έμειναν όλοι με ανοιχτό το στόμα. Ο «Ζορμπάς», πάλι του Κακογιάννη «μας έστειλε» κανονικά στους very hot προορισμούς για όλων των budget τους τουρίστες και το «Never on Sunday», η ταινία –με τα «Παιδιά του Πειραιά» που τραγουδήθηκαν σε περισσότερες από πενήντα γλώσσες- μας απογείωσαν. Η Κάλλας, ο Ωνάσης, ο Νιάρχος, η Σπετσοπούλα, η «Χριστίνα» και οι καλεσμένοι της, ο «Σκορπιός», γαλανά νερά, καθαρές καρδιές, τίμιοι άνθρωποι γλεντζέδες, γελαστοί, φιλότιμοι, «παλληκάρια»: «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» είχε πει λίγα χρόνια πριν ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ που τώρα κάπνιζε το πούρο του καλεσμένος τα καλοκαίρια στην «Χριστίνα», το θρυλικό, παραμυθένιο σκάφος του Ωνάση –που σαν μύθος δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεραστεί από κανένα άλλο σκάφος μέχρι σήμερα.
Και μετά η κατάρα της Jackie-O (ή της Κάλλας –δεν θα μάθουμε ποτέ). Η παραμυθένια «Ελλάς –η χώρα των Ονείρων» άρχισε ανεπαισθήτως να γκρεμίζεται και στη θέση της να χτίζεται με απίστευτη αυθαιρεσία και άκρατη χυδαιότητα ένα Τέρας. Η «Οδός Ονείρων» και η «Όμορφη Πόλη» εξαφανίστηκαν από την λεωφόρο Αλεξάνδρας και στη θέση τους αρχίσαμε να πετάμε τις πρώτες σύριγγες από το, απίστευτης έκτασης, εμπόριο θανάτου που (όπως σε όλες τις μεγάλες «Ευρωπαϊκές πόλεις») άρχισε να γίνεται μια υπερπαραγωγή της Ελληνικής Αστυνομίας, του παρακράτους της, του μαύρου χρήματος που «τόνωνε την αγορά» και το ξεπλέναμε αγοράζοντας, εμείς, τα «παλληκάρια» με την «Ατθίς» φανέλα και τις μεγάλες καρδιές, κοστούμια του ενός εκατομμυρίου (δραχμών) στα τέλη του περασμένου αιώνα στην Σκουφά και τα περίχωρα. Αγρίεψε το πράγμα, σκληρύνανε οι γυναίκες, σαν αγριεμένες μύγες επιτέθηκαν στα “ Hondo’s” αρπάζοντας από τα ράφια τις κρέμες δέκα-δέκα, πληρώνοντάς τες με κάρτες πλαστικές και 12 άτοκες δόσεις. Ασχήμυνε η ίδια η φύση μας, κάψαμε δάση, χτίσαμε άθλιες βίλλες με πισίνες, φτιάξαμε highways στα τουριστικά νησάκια μας, αφήσαμε ελεύθερο κάθε είδους έγκλημα, την πορνεία, την εκμετάλλευση των μεταναστών από τους νταβατζήδες, τους εμπόρους ναρκωτικών και σάρκας χρήσιμης για κάθε είδους σεξ, από την παιδική πορνεία ως τα “ Escort Services” μέχρι την όποια ακραία και εντελώς διαστροφική παραλλαγή - που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου.
Την κάναμε την Ελλάδα μπουρδέλο και καμία κυβέρνηση, 35 χρόνια τώρα, δεν βρέθηκε να πει «στοπ, ως εδώ ήτανε, μέσα τα κεφάλια αλήτες γιατί θα σας φάμε λάχανο». Δεν γινότανε πια. Η οικονομία είχε την ελευθερία να αυτοδιαμορφώνεται και κανείς δεν μπορούσε να επέμβει –να κυνηγήσει μάλιστα «το μαύρο χρήμα», το καύσιμο που τροφοδοτούσε όλη αυτή την σιχαμένη, αποκρουστική, αβάσταχτη μηχανή του "πάρτα όλα" και του "νόμιμου άρα και ηθικού" – της κατάντιας αυτής στην οποίαν είχαμε πια αφεθεί απόλυτα. Τώρα, με τα δυό μεγάλα κόμματα που καταστρέψαν την Ελλάδα πάντα "μπροστάρηδες", πάμε για εκλογές, ελπίζοντας (εγω τουλάχιστον) ότι θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε απο ένα 50 με 60 % του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού μας – δια της μεθόδου της «διασποράς» των ψήφων όπου αλλού εκτός των δύο μεγάλων κομμάτων. Έτσι ώστε να έρθει ο ρεαλισμός σε μεγάλη αμηχανία – μπροστά σε ένα πρωτοφανές πολιτικό κενό που θα πρέπει να γεμίσει. Είναι η μόνη μας διέξοδος για να νοιώσουμε πως προσπαθήσαμε τουλάχιστον κάτι να σώσουμε, έστω την τελευταία στιγμή. Ας μην υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο, δεν πειράζει, αρκεί να φύγουν από τη μέση όλοι αυτοί οι "δοκιμασμένοι" που τόσο ακραία απέτυχαν - αλλά επιμένουν ακόμα, έχοντας πλέξει με μαστοριά αυτό το τόσο θλιβερό, αυτοκαταστροφικό, επικίνδυνο «Δίχτυ»: «Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής – κι’ αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι...».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου