Ο μύθος λέει τα βασικά: η Ευρώπη χαζολόγαγε σε ένα λιβαδάκι. Τη βλέπει ο Δίας, καψουρεύεται μαζί της, μεταμορφώνεται σε ταύρο και κάνει τάχα μου πως βόσκει αμέριμνος κι ακίνδυνος. Τον κόβει η Ευρώπη, γοητεύεται μαζί του (τι δηλοί ο μύθος για τα γούστα της νεανίδος, άλλο θέμα), τον πλησιάζει, τον θωπεύει, τον ιππεύει και τότε ξυπνά ο ταύρος εντός του Δία (που έτσι κι αλλιώς είναι ταύρος), την αρπάζει, διασχίζει στεριά και θάλασσα σαν ιπτάμενη μηχανή και την πάει στο Δικταίον άντρο, κάπου στην Κρήτη. Όπου αρχίζει το μπαλαμούτι και καρποί των αλλεπάλληλων συνευρέσεων του ζεύγους είναι τρία παιδιά (κατ’ άλλη εκδοχή μόνο δύο), ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς κι ο Σαρπηδόνας. Η συνέχεια προβλέπει εγκατάλειψη της ερωτικής κλίνης από τον Δία (που ήταν σεξομανής και βαριόταν εύκολα), δεύτερο σύζυγο για την εγκαταλελειμμένη Ευρώπη και γενικώς χάπι έντ.
Κι αν τα πράγματα δεν γίνονταν έτσι; Αν, για παράδειγμα, η Ευρώπη, που έμεινε καρφωμένη από τον φόβο της πάνω στη ράχη του Δία- ταύρου στη διάρκεια της υπερηχητικής τους πτήσης, επέλεγε την ελευθερία αντί της ερωτικής σκλαβιάς στο σκοτεινό ρετιρέ οργίων του Δία; Αν επέλεγε να πέσει από τη ράχη του ταύρου, να χαθεί σε γκρεμό ή σε θάλασσα, ήτοι να αυτοκτονήσει; Τότε, προφανώς το δίευρω δεν θα έφερε την παράσταση με την αρπαγή της Ευρώπης, ούτε ο Τιτσιάνο αλλά ούτε κι Μποτέρο θα την είχαν ζωγραφίσει, και τα αντίστοιχα γλυπτά, κλασικά, νεοκλασικά, μοντέρνα και μεταμοντέρνα που κοσμούν το Στρασβούργο κι άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις δεν θα είχαν ποτέ φιλοτεχνηθεί.
Κι ακόμη χειρότερα, η Ευρώπη, που περισσότερο για λόγους ιστορικούς και πολιτικούς παρά για γεωλογικούς θεωρείται ξεχωριστή ήπειρος, δεν θα ήταν παρά μια χερσόνησος της Ασίας, ίσως η πιο ασήμαντη, αραιοκατοικημένη από απογόνους του Νεάτερταλ κι όχι απαραίτητα του homo sapiens ή των Ινδοευρωπαίων μεταναστών που επί 3.000 χρόνια την εποικούσαν κατά κύματα. Εν ολίγοις, η Ευρώπη μπορεί να εξελισσόταν σε μια σκοτεινή ανθρωπολογική έρημο.
Η Ευρώπη - αν την αντιληφθούμε ως σύνολο ανθρώπων κι όχι ως καρκατούρα του αρχαϊκού μύθου- αυτοκτονεί και πάλι. Από απελπισία, από αυτοκαταστροφικό ναρκισσισμό, από αλαζονεία, από απλή βλακεία; Έχει κι αυτό τη σημασία του, αλλά προς το παρόν το αποτέλεσμα μετράει. Ήδη, αυτοκτονούν οι κάτοικοί της: το «σερί» αυτοκτονιών απελπισίας που καταγράφεται στη μνημονιακή Ελλάδα, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη ψυχοπαθολογία των αυτοχείρων ή από τις συμβολικές, πολιτικές τους προθέσεις, αποτελεί ήδη ένα στίγμα της κατάστασης στην οποία περιέρχονται οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, με τις ηγεσίες τους να τους υπόσχονται πλέον μόνο επιδείνωση των όρων ζωής τους.
Αλλά η κυριότερη και πιο μαζική μορφή πολιτικής αυτοχειρίας της Ευρώπης αποτυπώνεται στις πολιτικές ροπές της. Με μια τελετουργία που θυμίζει έντονα Μεσοπόλεμο, η οικονομική πίεση που υφίστανται οι κοινωνίες οι οποίες αποκολλώνται βίαια από την γραμμή της προϊούσας προόδου και ευημερίας μεταφράζεται ευδιάκριτα πια σε μια ακροδεξιά, εθνικιστική, φασίζουσα ριζοσπαστικοποίηση. Οι πολιτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών παριστάνουν τις έκπληκτες μπροστά στο κολοσσιαίο ποσοστό της Λεπέν. Και με την ίδια κακή υποκριτική το εγχώριο πολιτικό σύστημα εμφανίζεται τάχα θορυβημένο και ανήσυχο για τη δημοσκοπική επέλαση της νεοναζιστικής «Χρυσής Αυγής». Δεν ξέρουν τίποτα για τον φόνο. Απλώς προέκυψε από κάποιου είδους στενοκεφαλιά του εκλογικού σώματος. Ακολουθούν οι δημόσιες δηλώσεις αποκήρυξης, αποτροπιασμού, ενόχλησης. Ο Σαρκοζί κάνει πως τον αφήνουν αδιάφορο οι επιλογές των ψηφοφόρων στον δεύτερο γύρο, ο Ολάντ μιλά προσεκτικά για τους θυμωμένους οπαδούς της Λεπέν, η Μέρκελ σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, ο Μπαρόζο και οι κομισιονάριοι επιφυλάσσουν κι αυτοί μια δήλωση δυσφορίας για την αντιδημοκρατική εκτροπή των ψηφοφόρων, λες κι η δημοκρατία, ως άλλη απαχθείσα Ευρώπη, είχε κάθε λόγο να ζει πανευτυχής στο νέο, σκοτεινό Δικταίον άντρο της.
Κι όμως , το πολιτικό κεφάλαιο της ακροδεξιάς αποταμιεύεται και τοκίζεται συστηματικά εδώ και χρόνια στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο της ευρωκρατίας. Η πιο ορατή ένδειξη είναι, φυσικά, η αλλοπρόσαλλη ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης που πέρασε από την περίφημη και υποκριτική πολυπολιτισμικότητα στην απόλυτη καχυποψία, στη συνθήκη Σένγκεν και στην αναίρεσή της, στο σκυλοπνίξιμο ανθρώπινων ζωών στη Μεσόγειο, στα πογκρόμ κατά των λαθρομεταναστών και, τελικά, στην Ευρώπη φρούριο. Η κρυπτοφασιστική ή ανοικτά φασιστική ρητορική των ακροδεξιών κομμάτων βρίσκει εύφορο έδαφος στη νέα πραγματικότητα: Οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις και περιφέρειες εξελίσσονται σε ένα είδος χωματερών ανακυκλώσιμων ανθρώπινων υλικών από κάθε μέρος της υφηλίου στο οποίο οι ευρωπαϊκές ελίτ δοκιμάζουν πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, επιχειρήσεις «εκδημοκρατισμού» ή απλές λεηλασίες εθνικών πόρων. (Εδώ, η Ευρώπη μεταμορφώνεται σε μελαψή, εξόριστη πριγκίπισσα της ανατολής).
Αλλά ακόμη και εντός του ευρωπαϊκού Δικταίου Άντρου, όπου ο Δίας επιδίδεται στα ακατανόμαστα, η συμβίωση άνισων κοινωνιών, που μετά πολλές δεκαετίες έγιναν ακόμη πιο άνισες χάρη στην απελευθέρωση των αγορών και στο ίδιο το ευρώ, γίνεται όλο και πιο αφόρητη, μια λεόντειος εταιρεία υπέρ της Γερμανίας και των πλεονασμάτων της. Έτσι, ο ευρωπαϊκός κοσμοπολιτισμός που φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει τις εθνικές ταυτότητες με μια ευρωπαϊκή, εύκολα εκτρέπεται στον εθνικισμό. (Εδώ η Ευρώπη μεταλλάσσεται σε ψυχρή, ψηλή, ισχνή Βορειοευρωπαία, σε πληθωρική Νότια, με εκρηκτικό μεσογειακό ταμπεραμέντο ή υπερπατριώτισσα Τσέχα).
Η φλυαρία περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης που κυριάρχησε κατά τα δυόμιση χρόνια διαχείρισης της κρίσης χρέους στον δημόσιο λόγο της ευρωπαϊκής ελίτ στην πραγματικότητα έδωσε άφθονη τροφή σε εθνικιστικά και ξενοφοβικά στερεότυπα που τα ακροδεξιά κόμματα έκαναν «πρόγραμμα». Η Μέρκελ ανταγωνίστηκε επάξια τη Bild σε ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς κατά των Ελλήνων, οι Ολλανδοί ηγέτες, μαζί με τους μέχρι πρότινος ακροδεξιούς κυβερνητικούς εταίρους τους, λοιδορούσαν τους σπάταλους Νότιους, οι κομισιονάριο, που έχουν κατσικωθεί στον ευρωπαϊκό θρόνο χωρίς να εκπροσωπούν κανένα, χωρίζουν κατά βούληση τις κοινωνίες σε «καλούς» και «κακούς» μαθητές της νέας δημοσιονομικής ορθογραφίας. (Εδώ η Ευρώπη κόβει τις φλέβες πνιγμένη από ενοχές. Αλλά τις κόβει κάθετα και άτσαλα, τις μένουν απλώς οι ουλές).
Κι ακόμη βαθύτερα , με τον πυρήνα της οικονομικής συνταγής για τη δημοσιονομική ανάρρωση της Ευρώπης, με το δόγμα Banken über alles και την υπεράνω όλων χρηματοπιστωτική δικτατορία, η πολιτική ελίτ της Ε.Ε. αφυπνίζει όλο το σκοταδιστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο του φασισμού, τους θεμελιώδεις μύθους του ναζισμού που βλέπουν πίσω από το ολιγαρχικό οικοδόμημα που κτίζεται στην Ε.Ε. όχι τάξεις και συγκροτημένα συμφέροντα, αλλά σημιτικές συνωμοσίες, την υλοποίηση κάποιου πανάρχαιου σχεδίου του Κοινού της Σιών, έναν Σάιλοκ πίσω από κάθε απόφαση. Πρόκειται για μια εκρηκτική συνάντηση δύο μυστικισμών, του μυστικισμού της αγοράς και αυτού της ναζιστικής «κάθαρσης». Είναι η εφιαλτική όσμωση του δόγματος της λιτότητας και του ακροδεξιού λαϊκισμού. Μια όσμωση που η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ φαίνεται να ρισκάρει. (Εδώ, η Ευρώπη αποφασίζει να αφεθεί στα χέρια του Δία, να χαλαρώσει και να το απολαύσει. Τις προηγούμενες φορές που έκανε το ίδιο, το Δικταίον άντρο έγινε νεκροταφείο της ευρωπαϊκής νεολαίας στο Βερντέν και θάλαμοι αερίων στο Νταχάου ή στο Άουσβιτς Μπίρκεναου).
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
… Οι άξιοι συνταγματικοί νομοθέτες του Στρασβούργου, επιδιδόμενοι στη συγγραφή ενός «Ευρωσυντάγματος», ενός είδους εγχειριδίου για μια συγκυριαρχία των προνομιούχων του κόσμου, έβαλαν στον χροό τον Περικλή του «Επιταφίου» νομίζοντας ότι δεν πρόκειται παρά για ένα ρητορικό ποίκιλμα. Απεναντίας έπραξαν σωστά. Πράγματι, ο Περικλής νιώθει πολύ άβολα χρησιμοποιώντας τη λέξη δημοκρατία γι’ αυτό δίνει όλη την έμφαση στην αξία της ελευθερίας. Χωρίς να το συνειδητοποιούν προσέφυγαν στο ευγενέστερο κείμενο για την περίσταση, για να εκφράσουν όχι βέβαια μια ψυχωφελή ρητορεία αλλά αυτό που όντως έπρεπε να ειπωθεί. ¨ότι, δηλαδή, η ελευθερία νίκησε – στον πλούσιο κόσμο-, με όλες τις τρομερές συνέπειες που έχει, και θα εξακολουθήσει να έχει κάτι τέτοιο για τους υπόλοιπους. Η δημοκρατία παραπέμπεται σε κάποια άλλη εποχή, και θα την ανακαλύψουν ξανά εξαρχής άλλοι άνθρωποι. Ίσως όχι Ευρωπαίοι πια .
Λουτσιάνο Κάνφορα, «Δημοκρατία, η ιστορία μιας ιδεολογίας» ΚΙΜΠΙ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου