Πατέρας όλων είναι ο πόλεμος. Της καθημερινής ζωής. Όποιος έχει κάψει την καλύβα του 2-3 φορές, ξέρει κάτι που οι άλλοι δεν ξέρουν. Ότι ο κόσμος δεν τελειώνει με μια καταστροφή. Αντιθέτως, ξαναγεννιέται καινούργιος Μια παράξενη ευθυμία μ’ έχει πιάσει τον τελευταίο καιρό. Μάλλον είναι η χαρά του λύκου στην αναμπουμπούλα. Που χαίρεται, ενώ όλα γύρω του έχουν πάρει φωτιά. Και θέλει όλα να γίνουν παρανάλωμα.
Αλλά, για στάσου... Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, διότι ελπίζει ότι έτσι θ’ αρπάξει καμιά κότα. Θα χώσει τα αλησμόνητα δόντια του σε μαλακή σάρκα παρθένων. Ενώ εγώ δεν βλέπω παρθένες γύρω μου, εδώ που ζω. Ούτε πεινάω ιδιαιτέρως.
Χμ, κάτι άλλο θα είναι τότε. Ίσως είμαι ένα πεισιθάνατο πρόβατο. Ένας καθ’ έξιν λούζερ. Ή πάλι, κάποιος που πιστεύει, όπως οι παλιοί, ότι "πατέρας όλων είναι ο πόλεμος".
Η αλήθεια είναι ότι όποιος κάψει την καλύβα του 2-3 φορές, ξέρει κάτι που οι άλλοι δεν ξέρουν. Ότι ο κόσμος δεν τελειώνει με μια καταστροφή. Αντιθέτως, ξαναγεννιέται καινούργιος. Δύσκολα, επίπονα - αλλά ξαναγεννιέται. Έτσι όπως τα παιδάκια παίζουν πάνω σε μια γη παραγεμισμένη με κόκαλα, έτσι και η ανθρώπινη δημιουργία, ανήμερη, αέναη, ανοίγει δρόμους μέσα απ’ τις στάχτες.
Κι εγώ την έχω κάψει την καλύβα μου. Αρκετές φορές. Σε μια μέρα έπαυαν όλοι να με χαιρετάνε. Το κινητό δεν χτύπαγε. Και μόνο η μάνα μου (καλή της ώρα) βρισκότανε για δανεικά. Εκεί που νόμιζες ότι ήσουνα Ωνάσης, βρισκόσουνα Θανάσης. Και πράγματα που τα είχες δουλέψει με ανυπολόγιστες ωδίνες, ξενύχτια, αγωνίες - διαλύονταν στο αεράκι μιας στιγμής.
Αυτές τις περιόδους δεν είναι η κοινωνία που σε πικραίνει. Η κοινωνία τέτοια ξέρει, τέτοια κάνει. Είναι οι φίλοι - ή μάλλον αυτοί που λογάριαζες για φίλους. Είναι η δυσκολία της επιβίωσης. Και πρώτιστα είναι η οδύνη της απραξίας. Ναι, οδύνη. Όταν δεν δουλεύεις, το σώμα σου πονά, το μυαλό σου καίγεται, κάθε σύγκριση με όσους δουλεύουν σε παραλύει, αισθάνεσαι ένα κουρέλι στον καναπέ (αν έχεις).
Την πρώτη φορά που το παθαίνεις, πας στην κόλαση. Νομίζεις, όπως στο τραγουδάκι της Μέριλιν, ότι σε παρέσυρε το ρέμα, «The river of no return» (τι μαγικό τραγούδι!). Αλλά κάτι συμβαίνει κι ένα χέρι σε βγάζει απ’ τα νερά. Κι επιστρέφεις. Μέχρι που τα θαλασσώνεις ξανά. Και πάλι χάνεσαι και βυθίζεσαι στη μελαγχολία. Και πάλι επιστρέφεις. Μέχρι που καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι το πάτερν της ζωής - γι’ αυτούς τουλάχιστον που δεν το βάζουν κάτω. Κι ενώ στην αρχή νόμιζες ότι το χέρι που σε σώζει είναι η Αόρατη Χειρ κάποιου Σωτήρα (ή έστω του Άνταμ Σμιθ), σιγά σιγά καταλαβαίνεις ότι εκείνος που σε σώζει είναι ο εαυτός σου. Το πείσμα σου. Η λαχτάρα σου να ζήσεις.
Και τότε παύεις να φοβάσαι. Όχι εντελώς. Αλλά σίγουρα δεν τρομοκρατείσαι, όπως πριν. Ξέρεις ότι κάθε φορά που αποτύγχανες, επέστρεφες δύσκολα, αλλά επέστρεφες καλύτερος. Σοφότερος. Ανθεκτικότερος.
Ξέρω πολλούς που δεν επέστρεψαν, επίσης. Δεν ξέρω τι τους έφταιξε. Ίσως δεν είχαν ικανό πολεμικό ένστικτο, ίσως τα βάζουν κάτω εύκολα, ίσως είναι άμαθοι στις κακουχίες. Διότι ανάμεσα στις επιστροφές υπάρχουν μακρές περίοδοι εξαντλητικής, ταπεινωτικής αγρανάπαυσης. Που διαλύουν και το ανθεκτικότερο ήθος. Σε αυτές τις περιόδους (χωρίς φράγκο και με όλους να σε στραβοκοιτάνε) κάνεις λάθη. Ή σπας οριστικά. Και παραδίδεις τα όπλα. Συντάσσεσαι με τους χαμένους. Είναι θέμα οπτικής, παιδείας, ανατροφής, στάσης.
Προσωπικά, δεν ξέρω άνθρωπο που δεν γονάτισε σε κάποια φάση της ζωής του (εκτός από κάτι πλούσια μαμόθρεφτα που ζουν εσαεί στη γυάλα). Όλοι, κάποτε, κάπου, βρεθήκαμε στην από κάτω. Ακόμα και οι πιο πετυχημένοι περάσανε νύχτες που μοιάζανε αξημέρωτες. Η διαφορά τους με τους άλλους λούζερ ήταν ότι φανταστήκανε την αυγή. Το ξύπνημα μιας νέας μέρας. Και το δουλέψανε με όλο τους το είναι. Με λογισμό και μ’ όνειρο.
Τι ξεχωρίζει το ένα DNA από το άλλο; Δεν ξέρω. Δεν νομίζω όμως ότι είναι μόνο θέμα ενστίκτων. Είναι και θέμα κοινωνικής γνώσης, εμπειριών και πίστης. Πρέπει να έχεις λίγη πίστη στην αξία της πράξης σου, στην αξία της ύπαρξής σου.
Αν και ξέρω, λοιπόν, πόσο σκληρή είναι η καταστροφή για όλους, πιάνω τον εαυτό μου να ονειροπολεί: τι καλά που θα ‘ταν, αντί γι’ αυτό τον αργό, μειωτικό θάνατο που ζούμε ως χώρα κάθε μέρα, να πάνε όλα στον διάολο και ν’ αρχίσουμε ξανά από το μηδέν. Φρέσκοι, γυμνοί, καινούργιοι. Αλλά επί τόπου κάνω μεταβολή κι έρχομαι στην πραγματικότητα. Ανθρώπων που πεινούν, χωρίς να έχουν διάθεση σε όλο αυτό να δουν μια καλοδεχούμενη περιπέτεια προόδου!
Κι εγώ, άλλωστε, δουλεύω και προστατεύω το χωραφάκι μου, σε άνυδρη εποχή. Σαν λογιστής. Αλλά είμαι ειλικρινής. Αργά τη νύχτα ονειρεύομαι καταστροφές. Διότι μόνο τότε καθαρίζει η αρρώστια, φεύγουν από τη μέση οι κατεστημένοι κι οι νωθροί - και εμφανίζονται οι νέοι σπόροι στον αγρό της Aναπαύσεως (όχι στην οδό!)
Kε σερά, σερά.
Το καλοκαίρι φτάνει -αλίμονο στους πεθαμένους.
EDITORIAL
1 σχόλια:
Απλά, εξαιρετικό κείμενο.
Καλό βράδυ.
Δημοσίευση σχολίου