Γιάννης Πανούσης 1.Εδώ και χρόνια, διακινείται (εκ του πονηρού) η άποψη ότι η φτώχεια είναι επιλογή, ότι οι φτωχοί είναι τεμπέληδες και άξιοι της μοίρας τους (αφού δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν) [1]. Καθώς φαίνεται να πλησιάζει η φτώχεια «με απόλυτους όρους»[2], καθώς η ακραία φτώχεια (extreme poverty) έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ίσως είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε ορισμένες πτυχές του ζητήματος[3].2. Οι άστεγοι που ζουν και πεθαίνουν μόνοι[4], που τους σκοτώνουν για πλάκα ή για εμπειρία, ή που σκοτώνονται αναμεταξύ τους[5], οι εργαζόμενοι-φτωχοί, οι άνεργοι, οι προσωρινά απασχολούμενοι[6], προσπαθούν να μην εκ-πέσουν ηθικά και αξιακά[7], οι αιτούντες συσσίτιο[8], συνιστούν ορισμένες από τις ανθρώπινες-σκιές των μεγαλουπόλεων.
Η θεαματική αύξηση της επαιτείας (με τη συναφή αίσθηση της οριστικής αποτυχίας)[9] δεν παραπέμπει σε συνθήκες ελευθερίας[10].
Αν και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ορίτζιναλ δυστυχείς
και υποκρινόμενους φτωχούς-επαίτες[11], αν και βιώνουν διαφορετικά τη
φτώχεια οι έλληνες και οι αλλοδαποί[12], η σχετική αποστέρηση από τη
συμμετοχή στις κοινωνικές δραστηριότητες ή στο βιοτικό επίπεδο της
κοινότητας[13] θέτει (οριστικά;) την κόκκινη γραμμή της φτώχειας και του
κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και του status της αυτοεκτίμησης[14].
Σήμερα,
ο φτωχός δεν είναι ένας πλούσιος με λιγότερα λεφτά, αλλά ένας «άλλος
άνθρωπος». Η εισοδηματική φτώχεια (έλλειψη πόρων), καταλήγει σε μια
ανθρώπινη φτώχεια με την έννοια της άρνησης των κοινών αξιών (shared
values). Καθώς δεν μοιραζόμαστε πλέον κοινούς μύθους, κοινές μορφές
ζωής και κυρίως κοινές αντιλήψεις για τον άνθρωπο και για τον κόσμο και
ούτε τρέφουμε ο καθένας για τον πλαϊνό συναισθήματα φιλαλληλίας, ο
φτωχός αισθάνεται νομιμοποιημένος και εξ αρχής δικαιολογημένος στην
οριστική απόρριψη τόσο της σταθερής τελικής αξίας της ζωής, όσο και
ορισμένων λειτουργικών αξιών της κοινωνίας.
Η
φτώχεια ορίζεται συχνά ως επιδημία, οι φτωχοί χρεώνονται την αποτυχία
τους, η αλληλεγγύη και η συμπόνια συνεχώς δυσφημούνται, ο πλουτισμός
του ενός, γίνεται δράμα για τον άλλο - και εντέλει, οι απόκληροι είναι
καταδικασμένοι μόνο τα «δημόσια κακά» να μοιράζονται μεταξύ τους. Σ’
ένα περιβάλλον ρίσκου που οι φτωχοί δεν μπορούν να ελέγξουν (αλλά μόνο
να υποστούν), είναι χαμένοι από χέρι στα στοιχήματα της κοινωνίας της
διακινδύνευσης, αφού κουβαλάνε –εν είδει σταυρού του μαρτυρίου– όλες
τις γενικευμένες αβεβαιότητες και ανασφάλειες.
Ο
φτωχός, δεν νιώθει μόνον απροστάτευτος ή στερημένος, αλλά το
χειρότερο, πιστεύει ότι είναι άχρηστος. Η «ελευθερία» της μηδενικής
επιλογής και της μη–αυτοπροστασίας απέναντι στις αβεβαιότητες, καθώς και
το χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης, οδηγεί αμετάκλητα σε έναν αμυντικό
ατομικισμό, που καταργεί και την «κουλτούρα αλληλεγγύης της φτώχειας».
Από
την άλλη, χωρίς ταυτότητα και δίχως κοινότητα, οι νεόπτωχοι (είτε ως
περιστασιακοί ή εκούσιοι φτωχοί, είτε ως τοπικοί φτωχοί) έχουν αναχθεί
σε ιδιαίτερη κατηγορία που απέκτησε εδραιωμένα στερεοτυπικά
χαρακτηριστικά. Η κοινωνική εικόνα την οποία έχει σχηματίσει ο φτωχός,
προσδιορίζει και το πλαίσιο αποδεκτών αξιών που επηρεάζουν πολύ
περισσότερο τη νόμιμη ή μη συμπεριφορά του, απ’ ό,τι η έλλειψη
απασχόλησης.
Η αξιοπρέπεια και το δίκιο του φτωχού[15], συγκρούονται σε τουλάχιστον τρία σημεία, με τις κρατούσες αντιλήψεις.
Η πρώτη,
αφορά στη σύνδεση της οικονομικής κρίσης και της φτώχειας με την
εγκληματικότητα[16] (ως ματαίωση[17] ή ως μεταδοτική ασθένεια[18] που
φοβίζει τους έχοντες, οι οποίοι προβαίνουν σε «φιλανθρωπικές πράξεις
αλληλεγγύης»[19]).
Οι διακρίσεις των εντός, εκτός και εντός/ εκτός των
τειχών, δηλαδή της άρχουσας τάξης, των νεοπτώχων και των μετά κινδύνων
εργαζομένων, συντηρούν και δυναμώνουν το status quo, αφού όλες οι
απειλές και οι αντιθέσεις αξιοποιούνται υπέρ της αυτονομίας και του ανεξέλεγκτου της (παγκοσμιοποιημένης) οικονομίας και κατά τής –έτσι κι αλλιώς– απαξιωμένης εργασίας. Οι «απασχολήσιμοι» ως ημι(οιονεί) αποκλεισμένοι και
εν είδει εφεδρικού στρατού, εμφορούνται από προσδοκίες «αγοράς
ελπίδας» και νομιμοποιούν τη γενική ανομία του συστήματος. Έτσι, και η
αλληλεγγύη –μεταξύ των μη-εχόντων– δεν έχει περιεχόμενο.
Οι πλούσιοι υψώνουν τείχη προστασίας τους από τους αποκλεισμένους, αντί να απλώνουν δίχτυ προστασίας σ’ αυτούς. Η αντι-κοινωνία, ο αντί-κοσμος
των φτωχών, περιθωριακών, προλεταρίων, ζει έξω από το δίκιο και τη
δημοκρατία και πολλές φορές αναζητεί τρόπους επιβίωσης στη βία και το
έγκλημα.
Η δεύτερη,
αφορά στην ταύτιση της φτώχειας με την τεμπελιά και τη βαριεμάρα. Η
πολιτική πτυχή της «τεμπελιάς» [20] δεν αφορά όμως τους σύγχρονους
παρίες των μεγαλουπόλεων, αυτούς που υπο-φέρουν στις υποβαθμισμένες
περιοχές και στα γκέτο. Το «δικαίωμα στην τεμπελιά»[21] δεν αφορά στην
απώλεια του (προσωπικού) νοήματος της ύπαρξης, τη μοναξιά, την πλήξη,
την ανία, την απραξία, την ακηδία[22].
Μολονότι
η διακοπή εργασίας (47 βαθμοί) και τα χρέη (31 βαθμοί) συνιστούν –για
πολλούς– κρίσιμους αγχογόνους παράγοντες[23] και μολονότι η τεμπελιά
καταλύει όλους τους πιθανούς κοινωνικούς ρόλους[24], η αποχή από τα
πολιτισμικά αγαθά (κυρίως της κατανάλωσης)[25] δεν συνιστά πλέον μέρος
προσωπικής κουλτούρας, αλλά σκληρής αναγκαιότητας. Το ίδιο ισχύει και
με τη διαχείριση της ψευδαίσθησης της συμμετοχής στον κοινωνικό
πλούτο[26]. Το οποιοδήποτε παραλυτικό αίσθημα αποκλεισμού[27], δεν σε
αποτρέπει «να θέλεις να γίνεις αυτό που είσαι»[28] ή ν’ αυτοστοχαστείς
το παρόν και το μέλλον σου (μέσω αρνητικής αυτογνωσίας;)[29], αλλά τα
παραπάνω προϋποθέτουν συνθήκες ελευθερίας επιλογών.
Ας
μην ξεχνάμε ότι ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι ουσιαστικά ελεύθερος,
αφού ένα μέρος του εντάσσεται στην άτυπη οικονομία[30] κι ένα άλλο
καλύπτει τις τρέχουσες οικογενειακές υποχρεώσεις[31]. Τα εργασιοκεντρικά
και βιοποριστικοκεντρικά κοινωνικά μοντέλα, χωρίς αναφορά στον
προστατευμένο από πολιτικό/ οικονομικό παρεμβατισμό «βιοτικό χώρο»[32],
δεν δίνουν διεξόδους στον ελεύθερο χρόνο, ο οποίος –όταν υπάρχει–
μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά της «εκδικητικής εξισορρόπησης»
απέναντι στη μονότονη εργασία[33].
Η
λαϊκή κουλτούρα του «ξεδίνω», άλλοτε συνιστά μια αυθόρμητη κριτική της
κυρίαρχης κοινωνικής κριτικής[34] και άλλοτε διαμορφώνει μια δική της
fun-morality[35] (με δικά της νοήματα πρόκλησης;[36]). Το πέρασμα από
την ηθική της εργασίας, στην ηθική της σχόλης και τελικά στην ηθική της
ζωής μπορεί να γίνει με ή χωρίς εκρήξεις[37].
Αρνούμενος
να ταυτιστεί με το σύστημα και τα παράγωγά του (εκμετάλλευση,
αλλοτρίωση) ο σύγχρονος άνθρωπος απορρίπτει τον υφιστάμενο τρόπο ζωής
(και το νόημα ζωής)[38].
Η
άρτια πλήρωση της ζωής (κρίσιμο στοιχείο της οποίας είναι η εργασία
αλλά και ο ελεύθερος χρόνος), προϋποθέτει ύπαρξη γνήσιας κοινωνίας[39].
Τα
κοινωνικά προσδιορισμένα (μέσω του καταμερισμού της εργασίας) πεδία
(κατ)ανάλωσης ακόμα και του ελεύθερου χρόνου, ενισχύουν την αγορά και
τους απρόσωπους μηχανισμούς της[40], καλλιεργούν την περίοπτη
κατανάλωση[41] και τα «κίνητρα επίδειξης» και δημιουργούν ένα «νέο ήθος
ελεύθερου χρόνου» στη βάση του καταναλωτικού εξισωτισμού[42]. Οι
δραστηριότητες χρήσης προσδιορίζουν την καταναλωτική συμπεριφορά, αφού
οι κυρίαρχες αξίες αποκτούν συμβολικό και κοινωνιοψυχολογικό
περιεχόμενο, το οποίο παίρνει τα χαρακτηριστικά «πολιτισμικής
επιβίωσης»[43]. Ας μην ξεχνάμε ότι περιουσιακό στοιχείο δεν είναι μόνον η
εργασία[44], αλλά και η διαχείριση/ διάθεση του ελεύθερου χρόνου[45].
Η τρίτη παράμετρος,
αφορά στη διαπίστωση ότι οι φτωχοί αντιμετωπίζονται από την Πολιτεία
ως κατώτερα όντα[46], αλλά και δεν συγχωρούνται από τη Δικαιοσύνη για
τα (όποια) «ανομήματά τους» (π.χ. λόγω πείνας[47]). Ίσως ήρθε η ώρα να
προστατευθούν τα δικαιώματα των φτωχών με ειδικές ποινικές διατάξεις που θα τιμωρούν τις εναντίον τους διακρίσεις και τους συναφείς στιγματισμούς[48].
Σε
περίπτωση οικονομικού κραχ, ορισμένα άτομα βρίσκονται σε χαμηλότερη
κατάσταση από την προηγούμενη. Τότε πρέπει να μειώσουν τις απαιτήσεις
τους, να περιορίσουν τις ανάγκες τους, να κάνουν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο.
Καθώς οι συνθήκες της ζωής αλλάζουν, το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο οι
ανάγκες ρυθμίζονταν, δεν μπορεί να παραμείνει το ίδιο. Η προηγούμενη
κλίμακα ανατρέπεται, αλλά μία νέα κλίμακα δεν μπορεί να σχεδιαστεί
αμέσως. Τα όρια ανάμεσα στο δυνατό και το αδύνατο, στο δίκαιο και το
άδικο, είναι πλέον ρευστά.
Η
έκ-πτωση της εργασίας οδήγησε σε εξαθλίωση των άνεργων και των φτωχών
και η πολιτική οικονομία αδυνατεί να εξορκίσει το νέο αυτό κοινωνικό
πρόβλημα.
Οι
φτωχοί έχουν εκ-πέσει απ’ όλους τους παραδείσους (καπιταλιστικούς ή
και σοσιαλιστικούς), καθώς η «κοινωνία της εργασίας» τούς έχει
αποκλείσει ακόμα και από κατώτερης ποιότητας ασχολίες. Δεν συμμετέχουν
στην ευημερία των εχόντων, δεν διαθέτουν την ίδια καταναλωτική
δυνατότητα, γι’ αυτό και η φτώχεια μετατρέπεται συχνά σε εξαθλίωση.
Το
εισόδημα του φτωχού, ακόμα κι αν επιτρέπει την εφήμερη επιβίωση,
εφόσον απέχει πολύ από τα μέσα εισοδήματα της πλειοψηφίας τής κοινωνίας,
δεν απαλλάσσει από τη φτώχεια[49].
3. Καθώς τα όρια της φτώχειας ορίζουν
το επίπεδο διατροφής, υγείας, στέγασης, ψυχαγωγίας, μόρφωσης[50] (και
θανάτου[51]),αλλά και το μίνιμουμ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[52],
νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αναστοχαστούμε τη ρήση του Αριστοτέλη, ότι «Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι φτωχοί.»[53]
«Οι φτωχοί κρυώνουν και μέσα στον ύπνο τους.», Αντ. Κολλιντζογιαννάκης, «Η οδύνη της πέτρας στην οργή των ανέμων»
*Ο Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας. politicalreviewgr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου