Ένας άνθρωπος μόνος, τρελός, μιλάει στον αέρα κι αυτός ακόμα πιο
τρελός, τον ακούει. Στέκεται αδιάφορα μέσα στον κόσμο κι όμως συνεχίζει
να μιλά γελώντας και χειρονομώντας στο βοριαδάκι, που μεταφέρει σιωπηλά
τ’ ασύνδετα λόγια του στ’ αυτιά μου.
Σταματημένος στο φανάρι,
τον ακούω αλλά δεν τον καταλαβαίνω, παρόλο που είναι κοντά στο παράθυρό
μου. Ο αέρας όμως μπορεί. Τριγυρνά γύρω του και συζητά μαζί του, κι
αυτός τον καταλαβαίνει από το άγγιγμα του στο πρόσωπο και τα χέρια.
Συντροφιά, στέκουν στη νησίδα στη μέση του δρόμου και κρατούν παρέα ο ένας στον άλλον.
«Σ’
ακούω, δεν είσαι τρελός» αφουγκράζομαι να του λέει ο άνεμος κρυφά στ’
αυτί σαν ερωμένη «δεν είσαι τρελός, συνέχισε, εγώ σ’ ακούω…»
Κι
αυτός συνεχίζει να βγάζει λόγους μέσα στο μισοσκόταδο και τ’ αυτοκίνητα
να περνούν από δίπλα του στο αντίθετο ρεύμα και οι οδηγοί να τον κοιτούν
φευγαλέα. Κανείς δεν θα τον θυμάται σε λίγο.
Αυτός όμως δεν θα
τους θυμάται ούτε για λίγο γιατί δεν τους βλέπει. Με το σαστισμένο
βλέμμα του θωρεί μόνο τον αέρα που του ανακατεύει τα μαλλιά, που του
μπερδεύει τα λόγια.
Τον φαντάζομαι να του λέει τον πόνο του, την
πίκρα του και τη χαρά του. Σ’ αυτόν που θα το μεταφέρει παντού αλλά δεν
θα το πει πουθενά. Στον φίλο και σύντροφο του, που άλλοτε είναι η
γλυκιά του παρηγοριά κι άλλοτε το ξέσπασμα του.
Το βλέπω στο απλανές κοίταγμά του, στις ανύποπτες και νευρικές κινήσεις του. Βασίλης Δημητριάδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου