(Απόσπασμα από την ανέκδοτη νουβέλα μου: "Αγαπημένε μου ψυχίατρε").
Χριστούγεννα.
Τα δεύτερα που περνώ μαζί σου.
«Νιώθετε εκτός;»
Πάντα ένιωθα εκτός.
Η
διαφορά είναι τώρα ότι αυτό το εκτός δεν μ’ ενοχλεί. Σαν να έχω γίνει
κάπως πιο ελαστική και μπορώ να κάμπτομαι, δεν συγκρούομαι με τα
πράγματα.
Μερικές φορές νιώθω τόσο καλά, που δεν νιώθω καλά.
«Είναι
αναμενόμενο αυτό», μου λες. «Τα μεθοριακά άτομα έχουν μάθει να ζουν
χρόνια μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Δυσκολεύονται ν’ αλλάξουν τρόπο ζωής».
Τα
μεθοριακά άτομα υπονομεύουν τον εαυτό τους. Υποτροπιάζουν, μόλις δουν
ότι βελτιώνονται. Αν πάθω κάτι τέτοιο, σε θέλω κοντά μου. Μη μ’ αφήσεις
τώρα που θα κάνω τα πρώτα μου βήματα σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο.
Όχι, δεν μ’ αφήνεις.
Είσαι
από κοντά, σαν καλός μπαμπάς που βλέπει το μωρό του να κάνει στράτα-
στρατούλα. Είσαι έτοιμος να με πιάσεις, μόλις δεις ότι πάω να πέσω.
«Λοιπόν, σχετικά με τα Χριστούγεννα…»
Κοίτα,
δεν με πειράζει καθόλου που έρχονται αυτές οι αστικές γιορτές, εγώ
όμως δεν πρόκειται να κάνω χαρούλες. Δεν σκοπεύω να μεταμορφωθώ στην
κλασική κυρία που ανταλλάσσει ευχές χωρίς αντίκρισμα με τους
διπλανούς της, αυτό στο έχω ξεκαθαρίσει. Θα είμαι πάντα μια
αναρχοδιανοούμενη. Αν και, όταν κυκλοφορώ στο δρόμο, δεν φαίνεται αυτό,
αστή φαίνομαι, το ξέρω. Αλλά δεν είμαι. Κι αν οι άνθρωποι θέλουν να
χοροπηδούν αυτές τις μέρες χωρίς λόγο, δικαίωμά τους. Εγώ συνεχίζω τις
τακτικές κινήσεις μου. Πάντως αισθάνομαι καλά και αυτό έχει σημασία.
Και σου έχω και μια έκπληξη: αποφάσισα επιτέλους να ταξιδέψω μόνη μου.
«
Θα πάρω το πλοίο από τον Πειραιά και θα κατέβω στην Κρήτη. Μετά θα πάρω
το αεροπλάνο και θα γυρίσω. Δεν το βρίσκω ακατόρθωτο τώρα».
Μου έχεις κι εσύ μια έκπληξη.
Δυσάρεστη.
Μου λες πως θα με δεις μετά από ένα μήνα.
Κανονικά πρέπει τώρα εγώ να πηδήξω μέχρι το ταβάνι. Αντί γι αυτό σου λέω διστακτικά:
«Είναι πολύς καιρός».
«Δυστυχώς δεν γίνεται αλλιώς».
Μου
αραδιάζεις διάφορα, κυρίως θέλεις αυτές τις μέρες να συνεχίσεις το
βιβλίο που γράφεις - έτσι ισχυρίζεσαι τουλάχιστον. Πρέπει να υποστώ τη
δοκιμασία, να μείνω μακριά σου τέσσερις ολόκληρες εβδομάδες.
Ζόρικο το βρίσκω.
Την
επόμενη Τρίτη , δεκαοχτώ Δεκεμβρίου, ώρα πέντε και δέκα το απόγευμα,
περνώ έξω από το ιατρείο σου και δεν πιστεύω στα μάτια μου: το ιατρείο
σου έχει φως. Πάω στο καφέ και κάθομαι, καπνίζω και γλιστρώ στην
παράνοια.
Δεν με θέλεις.
Δεν με θέλεις.
Ψέματα μου είπες για να με ξεφορτωθείς.
Δεν με θέλεις.
Καλά, θα πάω σε άλλον.
Έξι και δέκα, βγαίνω από το καφέ, έρχομαι πάλι έξω από το ιατρείο σου: έχει φως.
Στέκομαι στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάνει κρύο κι ο κόσμος πάει κι έρχεται, ψωνίζει τα χριστουγεννιάτικα δώρα του, ξένος κόσμος.
Στέκομαι ήσυχα και κοιτάζω τα παράθυρα.
"Ένα μικρό βασίλειο είναι κρυμμένο εκεί,
η χώρα των Ονείρων και των Επιθυμιών,
των Φόβων και των Ματαιώσεων,
η χώρα της αχνής Ελπίδας,
βασίλειο μιας νέας Εδέμ.
Και νιώθω εξόριστη".
Η
ώρα αυτή είναι δική μου, γιατρέ, κάθε Τρίτη έξι με εφτά παρά τέταρτο. Η
ώρα αυτή είναι δική μου, εγώ έπρεπε τώρα να είμαι εκεί.
Με προδίδεις.
Κάποιος άλλος κάθεται στη θέση μου κι εσύ είσαι μαζί του, όχι μαζί μου.
Εγώ
είμαι στο δρόμο, είμαι μόνη, ένα αδέσποτο γατί μέσα στο κρύο. Είμαι
μόνη σ’ αυτό τον άφιλο, τον ξένο κόσμο κι εσύ εκεί στο φωτισμένο ιατρείο
σου μ’ έχεις προδώσει, άλλος κάθεται απέναντί σου και σου μιλά. Στέκομαι
ακόμα λίγα δευτερόλεπτα, μετά φεύγω, κατεβαίνω αργά τη λεωφόρο. Νιώθω
παράξενα ήρεμη. Κάποια στιγμή βλέπω τον εαυτό μου να απαγχονίζεται,
μετά επιστρέφω στην ηρεμία μου.
Εφτά και μισή.
Έτσι κι αλλιώς, τώρα θα είχαν τελειώσει όλα.
Αργότερα στο σπίτι έχω μια ανησυχία, μια έλλειψη.
Ο ύπνος με παίρνει στις πέντε το πρωί.
"Περνώ απέξω, βλέπω τα παράθυρα.
Κάτι σαν ναός είναι εκεί μέσα,
όπου ιερουργεί ένας ανώνυμος θεός.
Περνώ απέξω, βλέπω τα παράθυρα.
Βαθιές δονήσεις με διαπερνούν.
Απομακρύνομαι.
Τα δικαιώματά μου εκεί είναι αυστηρά καθορισμένα,
κάθε Τρίτη έξι μ’ εφτά,
ύστερα αυτόματα γίνομαι ξένη.
Ξένη, άπατρις και ανέστια.
Περνώ απέξω, βλέπω τα παράθυρα.
Καμιά ζωή, τίποτα, ακίνητα όλα.
Μέσα εκεί έχω αποθέσει την ψυχή μου,
τώρα είναι περασμένη στον υπολογιστή,
μεταμορφώθηκε σε ηλεκτρονικά ψηφία,
στέκεται παγωμένη στην αιωνιότητα.
Περνώ απέξω, βλέπω τα παράθυρα.
Έχει τελειώσει η άσκοπή μου περιπλάνηση,
κατέθεσα τα ελαττωματικά μου όπλα,
αιχμαλωτίστηκα.
Περνώ απέξω, βλέπω τα παράθυρα.
Πάντα στην ίδια θέση τα ρολά, οι κουρτίνες,
περιφρουρούν το χώρο,
ακίνητο και σκοτεινό, κλειστό σαν στρείδι.
Στρείδι που φτιάχνει με πόνο και αγωνία
μαύρα, μικρά μαργαριτάρια".
Τετάρτη, δεκαεννιά Δεκεμβρίου:
Το ιατρείο σου έχει φως.
Είσαι
ένας ξένος τελικά, κάτι παράδοξο, γιατί σ’ έναν ξένο δεν ανοίγουμε την
ψυχή μας. Δεν αγγίζονται οι ζωές μας. Αγάπησα ένα άδειο κέλυφος.
Εξακολουθώ να μη θυμάμαι τη μορφή σου.
Πέμπτη, είκοσι Δεκεμβρίου:
Το ιατρείο σου έχει φως.
Στις
εννιάμιση σου τηλεφωνώ, νομίζω ότι θα απαντήσει ο τηλεφωνητής. Θέλω
μόνο ν’ ακούσω τη φωνή σου, έστω και σε κονσέρβα. Μου απαντάς ζωντανά
εσύ. Δεν έχω τι να σου πω, κατεβάζω το ακουστικό.
Νιώθω
μια μικρή ταραχή και μια χαρά, για λίγα δευτερόλεπτα σε απέσπασα από το
περιβάλλον σου, σε ανάγκασα να ενωθείς μαζί μου. Σε έκανα δικό μου
εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Σ’ αγαπώ κι αν θέλεις, πες το εσύ αυτό διαταραχή.
Παρασκευή, είκοσι μία Δεκεμβρίου:
Το ιατρείο είναι σκοτεινό.
Ο
τηλεφωνητής σου με πληροφορεί ότι θα ξαναγυρίσεις στις είκοσι οχτώ του
μηνός. Η φωνή σου μου ακούγεται τρυφερή κι έχω την αίσθηση ότι το μήνυμά
σου απευθύνεται μόνο σε μένα. Είμαι παρανοϊκή.
Θα
ήθελα να εγγράψω στην κορδέλα του τηλεφωνητή σου ότι σ’ αγαπώ. Θα
ήθελα να το εγγράψω αυτό στην καρδιά σου. Κι αυτή η αγάπη μου για σένα
μπορεί να είναι τελικά αγάπη.
Σάββατο, είκοσι δύο Δεκεμβρίου.
Βρίσκεσαι στην ορεινή Αρκαδία.
Όχι, δεν θα μιλήσω γι αυτό, δεν το αντέχω, αγάπη μου, δεν θα μιλήσω γι αυτό.
Κυριακή, είκοσι τρεις Δεκεμβρίου.
Είμαι αδιάφορη, είμαι ήρεμη.
Πώς το έκανες αυτό το θαύμα, αγαπημένε μου μάγε, δεν ξέρω.
Δευτέρα, είκοσι τέσσερις Δεκεμβρίου.
Κανονικά θα έπρεπε να κομματιάζομαι μια τέτοια μέρα.
Όμως είμαι καλά.
Τρίτη, είκοσι πέντε Δεκεμβρίου.
Πήγα στης Χριστίνας, ήταν κόσμος εκεί, πέρασα όμορφα.
Τετάρτη, είκοσι έξι Δεκεμβρίου.
Με
ποιον να είσαι άραγε τώρα; Με την οικογένειά σου; Με φίλους; Με
συγγενείς; Μόνος; Μόνο σε θέλω και μισότρελο, όπως σε φαντασιωνόμουν
πέρυσι. Αλλά όπως κι αν είσαι, δεν ανησυχώ, γιατί υπάρχω μέσα σου,
είμαι εγγεγραμμένη και υπάρχοντας μέσα σου σε αλλάζω, όπως εσύ αλλάζεις
εμένα.
Φεύγω απόψε για την Κρήτη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου