«Θέλω να βγω αποδώ μέσα», είπε, όταν κατάλαβε την αλήθεια.
Αν και δεν ήξερε πώς να βγει και πού να πάει.
Αλλά ήθελε οπωσδήποτε να βγει αποκεί μέσα, όταν κατάλαβε την αλήθεια:
Ότι
ήταν ένας ξένος ή για την ακρίβεια ένας φιλοξενούμενος, ότι ο χώρος που
του είχε παραχωρηθεί δεν είχε υπάρξει ποτέ δικός του, αλλά του είχε
δοθεί να τον διαχειρίζεται για κάποιο χρονικό διάστημα , μια σύμβαση
δηλαδή αορίστου χρόνου, και ότι τίποτα ουσιαστικά δεν του ανήκε, ότι
από την αρχή ήταν έτσι και έτσι θα ήταν ως το τέλος.
Εκτός αν κατάφερνε να βγει αποκεί μέσα , από ένα χώρο οικείο μεν αλλά πάντως όχι δικό του, κατά κανένα τρόπο δικό
του. Φυσικά η επιθυμία του ερχόταν σε σύγκρουση με αυτό που είχε μάθει να αναγνωρίζει ως εαυτό και γι αυτό ήρθε αντιμέτωπος με την τρέλα, αλλά δεν ρουφήχτηκε από αυτήν, γιατί είχε μάθει να ασκείται κοντά στα σύνορά της και να μην την αγγίζει κι έτσι η τρέλα κρατήθηκε σε κάποια απόσταση ασφαλείας κι αυτός συνέχισε να επιθυμεί το ακατόρθωτο:
Να
βγει δηλαδή από τον εαυτό του, εφόσον κατάλαβε πως ήταν ένα τίποτα ή
για την ακρίβεια μια γραμμή πάνω απ’ το τίποτα και πως ζούσε μ’ ένα
δανεισμένο πρόσωπο, πως ήταν ολόκληρος μέσα κι έξω ένα συνονθύλευμα
τυχαίων περιστατικών και ακούσιων κληρονομικών καταβολών, προϊόν ενός
μηχανισμού που δούλευε ακατάπαυστα και μανιακά χωρίς τη δική του
προσωπική θέληση. Ιδίως όταν διαπίστωσε πειραγμένος πως ό,τι θεωρούσε
ιερό ή έστω αυστηρά προσωπικό, όπως η συγκίνηση και η αγάπη και η οργή,
ήταν μονάχα οι χημικές αντιδράσεις των υλικών του και πως αυτός ο ίδιος
ήταν οι αυξομειώσεις των ουσιών στο σώμα που του είχε παραχωρηθεί και
πως αυτό το σώμα ήταν ένα περιστασιακό αποτέλεσμα πολλών ξένων προς τη
συνείδησή «του» διεργασιών. Πως σε τελική ανάλυση δηλαδή οι ηδονές του
ήταν υποχρεωτικές και οι αντιστάσεις του δεδομένες. Όταν εν τέλει
αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ήταν ένας άνθρωπος προκατασκευασμένος με
υπαγορευμένη συμπεριφορά, δηλαδή ένα τίποτα ή για την ακρίβεια μια
γραμμή πάνω απ’ το τίποτα, μια προσωρινή γραμμή πάνω απ’ το τίποτα.
«Θέλω να βγω αποδώ μέσα», είπε.
Αν και δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς εννοούσε, πώς να βγει δηλαδή από τον εαυτό «του» και πού να πάει χωρίς αυτόν.
Αλλά
αυτή η επιθυμία ήταν δυνατότερη από τη λογική «του» κι έπρεπε
οπωσδήποτε να βγει με μια μοναδική πράξη ελευθερίας χτυπώντας και
καταστρέφοντας τους αυτόματους μηχανισμούς στη ρίζα τους.
Η
αυτοκτονία ήταν επομένως το πρώτο που σκέφτηκε. Αλλά την απέρριψε
αμέσως, γιατί κατάλαβε ότι αυτή η πράξη ήταν μια φυσική, δηλαδή
αυτόματη, παγίδα για όσους αρνούνται να προσαρμοστούν, και άρα τίποτα το
ελεύθερο δεν περιείχε. Γι αυτό απέκλεισε αυτή την εύκολη λύση.
Μετά
σκέφτηκε να πάει ενάντια σ’ όλες τις φυσικές επιθυμίες «του» φθείροντας
και τυραννώντας το σώμα που του είχε δοθεί και επιβεβαιώνοντας την
ελευθερία του με κάθε καινούργιο πόνο. Όμως αυτό ήταν ήδη πανάρχαιο
παιχνίδι που πολλοί το είχαν παίξει μέσα στους αιώνες, γεγονός που το
καθιστούσε ύποπτο. Και απέκλεισε και αυτή τη λύση.
Όπως επίσης απέκλεισε και την τρέλα, γνωστή δικλίδα ασφαλείας κι αυτή που επί πλέον ήταν ανεξάρτητη από τη δική του θέληση.
Αλλά
η επιθυμία του ήταν πάντα δυνατή, ήθελε το δικό του πρόσωπο και δεν
μπορούσε να το βρει κι έψαχνε για όλες τις δυνατές λύσεις.
Καμιά
όμως δεν τον ικανοποίησε γιατί καμιά δεν ήταν ολότελα δική του και
άλλοι είχαν προλάβει και την είχαν βρει και άρα όλα, τα πάντα υπήρχαν
πριν απ’ αυτόν, προνοημένα ως την τελευταία λεπτομέρειά τους από Κάποιον
ή από Κάτι που θα παρέμενε για πάντα απρόσιτο.
Κι
αν τώρα ένιωθε οργή, απελπισία, θυμό ή απόγνωση, τίποτα δεν άλλαζε
εκτός από την ισορροπία των χημικών υλικών του οργανισμού «του». Δεν
υπήρχε λοιπόν τίποτα προσωπικό και τίποτα ελεύθερο και όλα προχωρούσαν
υπακούοντας τυφλά σε έξωθεν νόμους. Θα έμενε επομένως για πάντα εκεί
μέσα, φυλακισμένος του φυσικού και αυτόματου εαυτού «του»,
καταδικασμένος να δρα και να αντιδρά, όπως είχε προσχεδιασθεί ερήμην του
και νιώθοντας γι αυτό μια απόγνωση προσδιορισμένη σύμφωνα με το προ
αιώνων διαμορφωμένο πρότυπό της.
Αλλά το πράγμα δεν σταμάτησε εκεί.
Γιατί
λίγο καιρό αργότερα είδε τον περιβάλλοντα κόσμο του με μια νέα ματιά
και τότε κατάλαβε ότι κι αν ακόμα κατόρθωνε ποτέ να βγει από τη φυλακή
του ,πάλι μέσα στη φυλακή θα παρέμενε, εφόσον τα τοιχώματα του κόσμου
ήταν στεγανά και τίποτα δεν μπορούσε απέξω να μπει εδώ μέσα.
Το
«εδώ μέσα» εξακολουθούσε να είναι περίκλειστο και ό,τι γινόταν εντός
του ήταν πράξεις μοναχικές και πανομοιότυπες, λόγια, μουσικές και
καμώματα , αυτοσχεδιασμοί με το υλικό τους δεδομένο και πάντα με την
ίδια σύσταση, οι ίδιοι δρόμοι περπατημένοι από όλους, με την αφετηρία
και το τέρμα τους αόρατα και με το ασύλληπτο άπειρο πάντα να
παραμονεύει στις δυο τους άκρες, με το ένα κι ένα να κάνουν πάντα δύο,
με το μονότονο άσπρο-μαύρο και τα γνωστά ενδιάμεσά τους χρώματα, με την
ευθεία και τον κύκλο και τις γνωστές ενδιάμεσες παραλλαγές, με τον
τρισδιάστατο κόσμο όπου η ύλη συγκρατείται και χειραγωγείται στα γνωστά
σχήματα καθώς και με το χρόνο που παίζει με τα σχήματα χωρίς καμιά
πρωτοτυπία.
Δεν
υπήρχε λοιπόν καμιά διέξοδος διαφυγής, ήταν εγκλωβισμένος εκεί μέσα κι
εκεί μέσα θα έμενε για πάντα, δηλαδή για όσο χρόνο του είχε επιτραπεί να
διαχειρίζεται ένα απειροελάχιστο κομμάτι ύλης συγκροτημένο στο γνωστό
σχήμα του σώματός του.
Έτσι στάθηκε απογοητευμένος και λιμνασμένος εκεί μέσα αποποιούμενος τα πάντα.
Αλλά
ύστερα από ένα λογικά απαιτούμενο χρονικό διάστημα προσαρμόστηκε στη
νέα κατάσταση υπακούοντας θέλοντας και μη στους γνωστούς νόμους της
προσαρμογής. Κι έτσι έγινε ένας ήσυχος άνθρωπος, ένας σιωπηλός και
ταπεινός άνθρωπος, ένας ηττημένος δηλαδή που έκρυβε επιμελώς την ήττα
του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου